«Εάν δεν είσαι ικανός να εκνευρίζεις κανέναν με τα γραπτά σου, τότε να εγκαταλείψεις το επάγγελμα»

ΩΡΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επικοινωνία εδώ

Για σχόλια, καταγγελίες και επικοινωνία στο

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Ενημέρωση των αναγνωστών.

Προσοχή στις απάτες, η ΑΡΧΑΙΑ ΙΘΩΜΗ και ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ δεν φέρει καμία ευθύνη για οποιαδήποτε συναλλαγή με κάρτες η άλλον τρόπω και άλλα στον όνομά της, Ή στο όνομα του κυρίου Γ. Θ, Χατζηθεοδωρου. Δεν έχουμε καμία χρηματική απαίτηση από τους αναγνώστες με οποιοδήποτε τρόπο.
Αγαπητοί αναγνώστες η ανθελληνική και βρόμικη google στην κορυφή της ιστοσελίδας όταν μπείτε, αναφέρει μη ασφαλής την ιστοσελίδα, ξέρετε γιατί;;; Διότι δεν της πληρώνω νταβατζιλίκι, κάθε φορά ανακαλύπτει νέα κόλπα να απειλή. Η ΑΡΧΑΙΑ ΙΘΩΜΗ σας εγγυάται, ότι δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνο, διότι πληρώνω με στερήσεις το ισχυρότερο αντιβάριους της Eugene Kaspersky, όπως δηλώνει και ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Kaspersky Lab "Πιστεύουμε ότι όλοι μας δικαιούμαστε να είμαστε ασφαλείς στο διαδίκτυο. Eugene Kaspersky

Ανακοίνωση

Τη λειτουργία μίας νέας γραμμής που αφορά τον κορωνοϊό ανακοίνωσε ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας. Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας ανακοινώνει, ότι από σήμερα 07.03.2020 λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή 1135, η οποία επί 24ώρου βάσεως θα παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον νέο κοροναϊό.

Πού μπορεί να απευθυνθεί μια γυναίκα που πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας;

«Μένουμε σπίτι θα πρέπει να σημαίνει πως μένουμε ασφαλείς και προστατευμένες. Για πολλές γυναίκες, όμως, σημαίνει το ακριβώς αντίθετο. Εάν υφίστασαι βία στο σπίτι, δεν είσαι μόνη. Είμαστε εδώ για σένα. Μένουμε σπίτι δεν σημαίνει ότι υπομένουμε τη βία. Μένουμε σπίτι δεν σημαίνει μένουμε σιωπηλές. Τηλεφώνησε στη γραμμή SOS 15900. Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί της γραμμής θα είναι εκεί για σε ακούσουν και να σε συμβουλέψουν. Δεν μπορείς να μιλήσεις; Στείλε email στο sos15900@isotita.gr ή σε οποιοδήποτε από τα Συμβουλευτικά Κέντρα ” λέει σε ένα βίντεο που ανέβασε στο Instagram της η Ελεονώρα Μελέτη.

Προς ενημέρωση στους αναγνώστες. 4/8/2020

Η ΑΡΧΑΙΑ ΙΘΩΜΗ δεν ανάγκασε ποτέ κανένα να κάνει κάτι με παραπλανητικές μεθόδους, αλλά ούτε με οποιοδήποτε τρόπο. Ο γράφων είμαι ένας ανήσυχος ερευνητής της αλήθειας. Και αυτό το κάνω με νόμιμο τρόπο. Τι σημαίνει αυτό; ότι έχω μαζέψει πληροφορίες επιστημονικές και τις παρουσιάζω, ή αυτούσιες, ή σε άρθρο μου που έχει σχέση με αυτές τις πληροφορίες! Ποτέ δεν θεώρησα τους αναγνώστες μου ηλίθιους ή βλάκες και ότι μπορώ να τους επιβάλω την γνώμη μου. Αυτοί που λένε ότι κάποια ιστολόγια παρασέρνουν τον κόσμο να μην πειθαρχεί… Για ποιο κόσμο εννοούν;;; Δηλαδή εκ προοιμίου θεωρούν τον κόσμο βλάκα, ηλίθιο και θέλουν να τον προστατέψουν;;; Ο νόμος αυτό το λέει για τους ανώριμους ανήλικους. Για τους ενήλικους λέει ότι είναι υπεύθυνοι για ότι πράττουν. Στον ανήλικο χρειάζεται ένας διπλωματούχος ιδικός για να τον δασκαλέψει, καθηγητής, δάσκαλος. Στους ενήλικες δεν υπάρχει περιορισμός. Ποιος λέει και ποιος ακούει, διότι ο καθένας ενήλικος είναι υπεύθυνος και προς τους άλλους και προς τον εαυτό του.

Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ελευσίνια Μυστήρια (ενδεικτική αναφορά)

οι δίκαιοι θα απολαύουν τις συνουσίες (συναναστροφές) των Πλουτώνιων Δαιμόνων οι οποίοι γοητεύουν τις ψυχές, τελειοποιούν τις νοητικές τους συλλήψεις και προκαλούν την πρόνοια των Καταχθόνιων Θεών, που παρουσιάζουν της φασματικές εμφανίσεις τις γεμάτες γαλήνη και αποκαθαίρουν μέσω του θείου φωτός τα περιβλήματά τους, που προκαλούν την ανάμνηση της αΐδιας ζωής και των κατεξοχήν ολοκληρωμένων αποκαταστάσεων, με αποτέλεσμα να μπορούν να ακούσουν τις θειότερες φωνές και εντέλει να αποκαταστήσουν επαφή και μετοχή με τον ίδιο τον Πλούτωνα και την συμβασιλεύουσα μετά αυτού ζωογονική Θεά που βασιλεύει μαζί με αυτόν και χάρη στις παροχές εκείνων να πληρούνται από τα νοητικά αγαθά.

 

 

Αυτά είναι που οι πάναγνες των Ελευσίνιων τελετές επαγγέλονται για τους μύστες, την απόλαυση δηλαδή των δώρων της Κόρης, μόλις ελευθερωθούν από τα σώματα τους. Το ότι κατά τον Πλάτωνα κάπως έτσι είναι και οι ανταμοιβές των εκεί ψυχών, το δείχνουν τα λεγόμενα στον “Κρατύλο, 404.e” σχετικά με τον Πλούτωνα, ότι δηλ. ”δια της αρετής κρατάει” κοντά του τις ψυχές και τις θέλγει πληρώνοντας τες με σοφία, και αυτοί είναι οι δεσμοί του Πλούτωνα, λόγω των οποίων ούτε οι Σειρήνες δεν εννοούν να απομακρυνθούν από εκεί, αν και οι Σειρήνες, μαγεμένες καθώς είναι από τα δώρα του Πλούτωνα.»[1]

Βέβαια :

Ο Σωκράτης Πλατωνικό «Κρατύλο, 406.c-3-6» μας λέγει ότι :

 «Διόνυσος μπορεί να ονομάζεται, εκείνος, ο οποίος δίδει τον οίνο και που «Διδοίνυσος» στα αστεία ονομάζεται, ο οίνος δε ονομάζεται έτσι, γιατί κάνει πολλούς από αυτούς που πίνουν, να νομίζουν ότι έχουν νουν, ενώ δεν έχουν και για αυτό “οιόνους” σωστότερα έπρεπε να ονομάζεται ο Διόνυσος.»[2]

Όμως :

«ο Πλάτων πολύ δαιμόνια θεωρεί τον νου διττό, ένα δημιουργικό που είναι αμέθεκτος – ο Δίας, δηλ. δεν επιδέχεται συμμετοχή, και ένα μεθεκτός που είναι αχώριστος από το σώμα του Κόσμου, ο Διόνυσος – γιατί τα όντα που υπάρχουν μέσα σε άλλα και είναι έτσι συμπαραταγμένα με τα κατώτερά τους είναι εξαρτημένα από τα όντα που υπάρχουν μέσα στον εαυτό τους – και δίνει στο σύμπαν δύο ζωές, τη μία σύμφυτη και την άλλη χωριστή, προκειμένου ο Κόσμος να είναι ζώο [ζωντανός οργανισμός] ο Κόσμος λόγω της ζωής που υπάρχει μέσα του, και έμψυχος λόγω της νοητικής ψυχής, και νοήμων λόγω του ίδιου του νου»[3]

Δηλαδή ::

«Ο Πλάτων αφού πείρε τον Κόσμο και τον χώρισε στα μέρη και μελέτησε μόνη της τη μάζα που κινείται ακανόνιστα και άτακτα, τη σταματά στα λόγια – όπως ακριβώς στους «Νόμους, 895.a», θέλοντας να παρουσιάσει ότι το αυτοκινούμενο είναι αίτιο κάθε κίνησης, σταμάτησε  ολόκληρο τον ουρανό – και, αφού τη σταμάτησε, τοποθετεί ψυχή στο σύμπαν, η οποία διοχέτευσε ζωή και εμψύχωσε τον Κόσμο, και στην ψυχή νου, ο οποίος κυβερνά τον Κόσμο στραμμένος στον εαυτό του, εξαιτίας του οποίου το σύμπαν κινείται κυκλικά, εξαιτίας του οποίου είναι αεικίνητος ο σύμπας Κόσμος. Επειδή, όμως, όλα αυτά συμπληρώνουν ένα ζώο [ζωντανό οργανισμό] και μια φύση, έπρεπε να έχει λάβει προηγουμένως υπόσταση και η αιτία που τα συγκεντρώνει και τα ενώνει, και μάλιστα να είναι νοητική. Γιατί είναι έργο της νοητικής αιτίας να περιέχει αμέσως τα πάντα μαζί και να τα συγκεντρώνει στη συμπλήρωση του ενός. Για αυτό, λοιπόν, αφού έδωσε υπόσταση στον αμέθεκτο νου πριν τον μεθεκτό από τα κατώτερα νου και αφού υπέθεσε ότι μέσα σε αυτόν βρίσκονται οι αιτίες των πάντων, από εκεί παρήγαγε τους νόες, τις ψυχές και τα σώματα, με τα οποία συμπλήρωσε τον αισθητό Κόσμο.
Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι φανερό ότι ο Σύμπαντα Κόσμος είναι ανάγκη να μετέχει σε μια νοητική ψυχή, αν θα μετέχει  στον νοητικό Νου. Αν προϋπάρχει μέσα στο σύμπαν μια νοητική ψυχή, πρέπει να υπάρχει και νους του σύμπαντος. Γιατί, καθώς υποστηρίζουμε ότι η ψυχή αυτή είναι νοητική, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει και σε κάποιο Νου. Μήπως, λοιπόν, μετέχει μόνο στον καθολικό Νου ή σε κάτι που υπάρχει μέσα της από εκείνον ;;
Όμως, αν και το σώμα του σύμπαντος συμμετείχε κατευθείαν στην πηγή των ψυχών και όχι μέσω της ψυχής που υπάρχει μέσα του, θα έπρεπε να δεχτούμε το ίδιο και στην περίπτωση της καθολικής ψυχής. Αν όμως υπάρχει η πηγή των ψυχών μέσα στον δημιουργό και αν υπάρχει και η ψυχή του σύμπαντος και το σύμπαν μέσω της δεύτερης συμμετέχει και στην πρώτη, τότε πρέπει οπωσδήποτε και η ίδια η ψυχή μέσω των νοών που επιδέχονται συμμετοχή να είναι εξαρτημένη από τον Νου που δεν επιδέχεται συμμετοχή – τον καθολικό νοητικό Νου –  γιατί όποια σχέση έχει το σώμα του σύμπαντος προς την ψυχή του σύμπαντος, την ίδια σχέση έχει αυτή με τον νου. Γιατί αν γίνεται νοητική από το γεγονός ότι είναι ψυχή, θα έπρεπε κάθε ψυχή να είναι τέτοια. Αν, όμως, γίνεται νοητική λόγω της συμμετοχής στον Νου, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει στον Νου που είναι ανάλογός της. Τέτοιος είναι όχι ο καθαυτό Νους ή νοητικός Νους αλλά ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον καθαυτό Νου και στην ψυχή που έχει επίκτητη τη νόηση, ο οποίος είναι ένας συγκεκριμένος Νους και, επειδή είναι Νους και δεν γίνεται Νους, όπως η ψυχή, είναι ανώτερος από την ψυχή, ενώ, επειδή είναι ένας συγκεκριμένος Νους, είναι ανάλογός της. Γιατί ο καθαυτό Νους είναι ανώτερος από την συμπαράταξη με την ψυχή, επειδή είναι νους και δεν γίνεται νους επειδή είναι απολύτως νους.
Αν, όμως, θυμηθούμε και το εξής, ότι δηλαδή κάθε μονάδα δίνει υπόσταση στο όμοιο με αυτή πλήθος, η θεϊκή στο θεϊκό, η ψυχική στο ψυχικό και ως εκ τούτου και η νοητική στο νοητικό, και ότι οι κατώτερες τάξεις μετέχουν στις προηγούμενες τους, είναι ανάγκη, αν ισχύουν αυτά, να υπάρχει κάποιος νους ολόκληρου του Κόσμου. Γιατί πρέπει η νοητική ψυχή να μετέχει σε κάποιον Νου. Αν, λοιπόν, πει κάποιος ότι μετέχει στον καθολικό νου, είναι παράλογο. Γιατί εκείνος δεν θα είναι ο δημιουργός των πάντων. Αν, όμως, συμμετέχει σε κάποιον άλλον, αυτός είναι ο Νους του Σύμπαντος και αυτός που κατεξοχήν επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων, αφού συμπληρώνει το σύμπαν μαζί με την ψυχή, ενώ ο καθολικός Νους επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων στον βαθμό που φωτίζει την ψυχή. Άρα, αν ένας Νους εποπτεύει το σύμπαν, το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή. Και, αν το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή, είναι προικισμένο και με τον δικό του Νου, τον Κοσμικό επιμέρους ή εγκόσμιου Νου.»[4]

 «Πρέπει λοιπόν πρώτα να δούμε ποιος είναι αυτός ο νους και αν είναι ουσιώδης, υπερ-καθήμενος της ψυχής του Κόσμου, ή κάποια νοητική έξης της, και να συμπεράνουμε ότι είναι ουσιώδης πρώτα από την αναλογία – γιατί όποια σχέση έχει ο νους προς την ψυχή, αυτή τη σχέση έχει και η ψυχή προς το σώμα. Και η ψυχή δεν ανήκει στο σώμα σαν έξη του, οπότε δεν ανήκει και ο νους στην ψυχή έτσι – και έπειτα από την τελική αιτία. Γιατί λέει ότι η ψυχή λαμβάνει υπόσταση για τον νου και όχι το αντίστροφο. Αν, όμως, η ψυχή υπάρχει για τον νου και αν ο νους είναι το τελικό αίτιό της, ο νους δεν είναι έξη της ψυχής. Γιατί πουθενά η ουσία δεν λαμβάνει υπόσταση για την έξη. Και τρίτον επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε αυτόν τον νου, ενώ στον νου που αποτελεί έξη δίνει υπόσταση η ψυχή κατά την κίνηση του κύκλου του «Ταύτου» γύρω από το νοητό, όπως λέγει ο ίδιος ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 37.c».
Εκτός από αυτά πρέπει να εννοήσουμε ότι μέσα στον δημιουργό υπάρχει «ψυχ βασιλικ» και «νος βασιλικς», όπως λέγει ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φίληβο, 30.d», με την μορφή της αιτίας, και με βάση αυτές τις πηγές των δύο αυτών γενών και τώρα βάζει νου στην ψυχή και ψυχή στο σώμα, όχι επειδή τα ανώτερα υπάρχουν μέσα στα κατώτερα ούτε επειδή ο νους χρειάζεται κάποια έδρα ή επειδή η ψυχή του Κόσμου υπάρχει μέσα σε κάτι – γιατί αυτά είναι ανάξια των καθολικών και θεϊκών ουσιών, λόγω των οποίων ο Κόσμος αποκαλείται από τον Πλάτωνα θεός ευδαίμων που θα υπάρξει κάποτε – αλλά επειδή κατανοούμε με δυο τρόπους τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή είτε με βάση την πρόοδό τους είτε με βάση την επιστροφή τους. Και παρατηρώντας την πρόοδο ξεκινάμε από τα πρώτα και λέμε ότι τα αίτια υπάρχουν μέσα στα αποτελέσματα τους, ενώ παρατηρώντας της επιστροφή λέμε το αντίστροφο. Γιατί λέμε ότι τα αποτελέσματα υπάρχουν μέσα στα αίτια τους. Και ο Πλάτων, λοιπόν, στον «Τίμαιο, 36.d». παρουσιάζει τον δεύτερο τρόπο, τοποθετώντας το σώμα στην ψυχή αι την ψυχή στον νου με βάση τον ίδιο συλλογισμό. Τώρα, όμως, μεταχειρίζεται τον τρόπο της προόδου και τοποθετεί νου στην ψυχή, επειδή ολόκληρη είναι νοητική και δεν μπορούμε να πάρουμε κανένα μέρος της που να μην έχει κυριαρχηθεί από τη νοητική φύση, και ψυχή στο σώμα, επειδή και αυτό στο σύνολό του μετέχει στην ψυχή και δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε ένα μέρος του που να είναι άψυχο, αλλά και επειδή, αν ένα μέρος του στερηθεί την ιδιαίτερη ζωή του, μένει έμψυχο ως μέρος του σύμπαντος. Γιατί, όπως ακριβώς λέμε ότι η πρόνοια προχωρά παντού και βρίσκεται παντού, επειδή παρευρίσκεται στα πάντα και δεν αφήνει τίποτα έρημο από τον εαυτό της, κατά τον ίδιο τρόπο λέμε και ότι ο νους υπάρχει μέσα στην ψυχή επειδή τη φωτίζει ολόκληρη, και ότι η ψυχή υπάρχει στο σώμα επειδή παρευρίσκεται στο σύνολό του.
Και όλα αυτά δεν τα λέει με άλλο τρόπο ο Πλάτων και με άλλο ο Ορφέας. Αλλά, αν πρέπει να το πούμε και αυτό, με αυτά γίνεται εμφανής και η σκέψη του μεγάλου Έλληνα θεολόγου. Γιατί η Ίπτα, που είναι η ψυχή του Κόσμου και έχει ονομαστεί έτσι από τον Ορφέα επειδή οι νοήσεις της πραγματοποιούνται με ταχύτατες κινήσεις, αλλά και λόγω της ταχύτατης περιφοράς του σύμπαντος, της οποίας είναι η αιτία, έβαλε λίκνο στο κεφάλι της και, αφού το στεφάνωσε με δράκοντα, «τν κραδιαον ποδχεται Δινυσον» [=τον Διόνυσο που είναι η καρδιά του σύμπαντος]! Γιατί μόνο το πιο θεϊκό μέρος της γίνεται υποδοχή της νοητικής ουσίας και υποδέχεται το εγκόσμιο Νου (Διόνυσο). Δηλ. ο Διόνυσος είναι η Νοητική ουσία του Πατρός του Διός! Και αυτός βγαίνει από τον μηρό του Διός και πηγαίνει σε αυτήν (γιατί ήταν ενωμένος εκεί) και, αφού βγήκε «μεθεκτς ατς» έγινε και «π τ νοητν ατν νγει», δηλ. στην πηγή του! Γιατί σπεύδει στην μητέρα των Θεών και στην Ίδη, από την οποία προέρχεται ολόκληρη η σειρά των ψυχών. Για’ αυτό λέγεται ότι η Ίπτα βοήθησε τον Δία που γεννούσε. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί από τον Πλάτωνα στον «Τίμαiο, 30.b», «είναι αδύνατον να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή».
Και αυτό είναι όμοιο με το Ορφικό : «γλυκό τέκνο του Δία αποκαλείτο», δηλαδή ο κοσμικός Νους που είναι υιός του Δία και προέκυψε με βάση τον νου που έμεινε στον Δία.
Έτσι, λοιπόν, και η «θεοπαρδοτος θεολογα» λέει ότι ο Κόσμος έχει συμπληρωθεί από αυτά τα τρία. Λέει, για παράδειγμα, η ψυχή για τον «Δς πκεινα» του δημιουργήσαντος το σύμπαν :
Μετά τις πατρικές νοήσεις εγώ η ψυχή κατοικώ εμψυχώνοντας τα πάντα με θερμή πνοή”, γιατί έβαλε : «νου στην ψυχή, και σε σώμα βραδύ τοποθέτησε εμάς ο πατέρας ανθρώπων και θεών». Κραυγάζει, λοιπόν η ψυχή ξεκάθαρα ότι σύμφωνα και με αυτήν ο δημιουργός είναι ο Ζευς. Γιατί για ποιόν άλλο έχουμε το θρυλημένο «πατέρας ανθρώπων και θεών»;; Αλλά και ο Πλάτων το μαρτυρεί με τα λόγια του, όταν τον αποκαλεί πατέρα των Θεών και διδάσκει ότι γεννά τις ψυχές και τις στέλνει εδώ για την γένεση των ανθρώπων κατά την πρωταρχική ζωή.»[5]

Και προς ενίσχυση όλων αυτών ο Πρόκλος θα μας πει ότι :

 «ο Ορφέας δεν αποδίδει το αδιαίρετο σε κάθε νοητή η νοητική τάξη, αλλά λέει ότι υπάρχει κάποια ανωτέρα και από αυτή την ονομασία, όπως υπάρχουν και άλλα ανώτερα από άλλες ονομασίες. Άλλωστε και το «βασιλιάς» και το «πατέρας» δεν ταιριάζει σε όλες τις τάξεις. Που, λοιπόν, μπορούμε να δούμε για πρώτη φορά το αδιαίρετο στον Ορφέα, για να κατανοήσουμε και την θεϊκή έμπνευση του Πλάτωνα ; Αφού, λοιπόν, ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του. Αλλά ο Ορφέας λέει ότι όλα τα άλλα δημιουργήματα του έχουν διαμελιστεί  από τους διαιρετικούς θεούς και μόνο η καρδιά του παραμένει αδιαμοίραστη με πρόνοια της Αθηνάς. Γιατί, επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε νόες, ψυχές και σώματα, αλλά οι ψυχές και τα σώματα δέχονται πάνω τους μεγάλη διαίρεση και διαμελισμό, ενώ ο νους μένει ενωμένος και αδιαίρετος μέσα σε ένα, αφού είναι τα πάντα και περιέχει όλα τα νοητά σε μία νόηση, λέει ο Ορφέας ότι μόνο η νοητική ουσία και ο νοητικός αριθμός έχει απομείνει διασωσμένος από την Αθηνά : «γιατί μόνο τη νοητική καρδιά άφησαν», λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας τη ρητώς νοητική, προφανώς είναι νους και νοητικός αριθμός, όχι όμως κάθε νους αλλά ο εγκόσμιος. Γιατί αυτός είναι η αδιαίρετη καρδιά, επειδή ο θεός που διαμελιζόταν ήταν ο δημιουργός αυτού του νου. Αποκαλεί, λοιπόν, ο Ορφέας τον Νου αδιαίρετη ουσία του Διονύσου, ενώ αποκαλεί γεννητικά όργανα του τη ζωή που διαιρείται στο σώμα και είναι φυσική και παράγει σπέρματα, για την οποία λέει επίσης ότι η Άρτεμις, που είναι επικεφαλής ολόκληρης της γέννησης μέσα στη Φύση και ξεγεννά τους φυσικούς Λόγους, την απλώνει από ψηλά μέχρι τα υποχθόνια, ενδυναμώνοντας τη γόνιμη δύναμη της. και αποκαλεί την ψυχική σύσταση όλο το υπόλοιπο σώμα του θεού, το οποίο και αυτό έχει διαιρεθεί : «Μοίρασαν σε επτά μέρη όλα τα μέλη του νέου», λέει ο θεολόγος για τους Τιτάνες, όπως και ο Τίμαιος διαιρεί την ψυχή σε επτά μέρη. Μάλιστα, το ότι η ψυχή είναι απλωμένη σε ολόκληρο τον Κόσμο θα θυμίσει στους Ορφικούς τον διαμελισμό από τους Τιτάνες, λόγω του οποίου η ψυχή όχι μόνον καλύπτει ολόγυρα το σύμπαν, αλλά και είναι απλωμένη σε ολόκληρο το σύμπαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Πλάτωνας αποκάλεσε αδιαίρετη ουσία αυτή που βρίσκεται αμέσως πάνω από την ψυχή και, για να μιλήσουμε με συντομία, τον Νου που επιδέχεται την συμμετοχή της ψυχής, ακολουθώντας τους ορφικούς μύθους και θέλοντας να είναι κάτι σαν ερμηνευτής των απορρήτων παραδόσεων.»[6]

Εξ ου και :

«Τον δεσπότη μας τον Διόνυσο οι θεολόγοι πολλές φορές τον αποκαλούν «Οίνο» με βάση τα τελευταία του δώρα, όπως επί παραδείγματι ο Ορφέας στο απ. Νο.202 λέγει : “Τη ρίζα του Οίνου από μονή που ήταν την έκαναν τριπλή ” ή στο απ. Νο.203 που λέγει ότι : “Του Οίνου όλα τα μέλη λάβε τα με προσοχή και φέρτα μου ” ή ακόμη στο απ. Νο.204 που λέγει “Ήταν οργισμένη με τον Οίνο, τον γιο του Δία”. Αν πάλι ο ίδιος ο θεός ονομάζεται έτσι, είναι φανερό ότι και οι πρώτες και οι ενδιάμεσες ενέργειές του θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια ονομασία με την τελευταία, ώστε ο Σωκράτης του Πλατωνικού «Κρατύλου» αποβλέποντας σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ονομάζει τον θεό “Διδονυσον”, ξεκινώντας από τον οίνο, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλώσει όλες τις δυνάμεις του θεού. Όπως και στον Πλατωνικό «Φαίδρο» ο Σωκράτης ονομάζει τον μεγάλο Έρωτα με κοινή ονομασία τόσο για τον θεϊκό όσο και για τον σωματικό. Όταν λιοιπόν περί οίνου πρέπει να σχηματίζουμε την εντύπωση για τον μερικό Νου. Πραγματικά, το «οιόνους» δεν είναι άλλο παρά το διαιρεμένο από το όλον και δεκτικό πλέον συμμετοχής νοητικό είδος, που γίνεται “οίον” [=μόνο] και μονάχο. Ο μεν πλήρης Νους, δηλαδή ο Δίας, είναι τα πάντα και ενεργεί ως προς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο μερικός όμως, ο Διόνυσος,  και δεκτικός συμμετοχής είναι τα πάντα, αλλά ενεργεί ως προς το ένα είδος, εκείνο που προβάλλεται σε αυτόν από όλα, το Ηλιακό, το Σεληνιακό ή το Ερμαϊκό. Τούτο λοιπόν το ιδιαίτερο και διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα δηλώνει ο οίνος που σημαίνει τον «οίον» και «τινά» Νουν. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η μεριστή δημιουργία είναι εξαρτημένη από την μονάδα του Διονύσου, διαιρώντας από τον καθολικό νου τους επιδεκτικούς συμμετοχής εγκόσμιους νόες, και το πλήθος των ψυχών από την μία ψυχή, και όλες τις αισθητές μορφές από τις δικές τους ολότητες, για αυτό και τον ίδιο τον θεό οι θεολόγοι τον προσονόμασαν «Οίνο», και ομοίως όλα τα δημιουργήματα του. Διότι όλα είναι γεννήματα του Νου και μετέχουν στην μεριστή διανομή του Νου άλλα από πιο μακριά και άλλα από πιο κοντά. Ανάλογα ενεργεί και ο οίνος όταν εισέλθει στα όντα. Στο σώμα, αφενός, κατά τον τρόπο του ειδώλου [ειδωλικώς], με εικασίες και φαντασία [φανταστικές εικόνες], και στα νοητικά, αφετέρου, κατά τον τρόπο που ενεργεί και δημιουργεί ο νους. Άλλωστε και στον διαμελισμό από τους Τιτάνες μόνο η καρδιά λέγεται ότι έμεινε αδιαίρετη, δηλαδή η αμέριστη ουσία του νου.» [7]

«Δηλαδή ορισμένοι που ερμηνεύουν το όνομα του Πλούτωνα με βάση τον πλούτο που δίνει η γη από τους καρπούς και τα μέταλλα, και το όνομα Άδης με βάση το «αϊδές» [αόρατο], το σκοτεινό και το φοβερό είναι κάτι λανθασμένο. Καθώς τον Πλούτωνα πρέπει να τον εκλάβουμε, αφενός ως Νου στον πλούτο της φρόνησης, και τον Άδη, αφετέρου, στον Νου τον «ειδότα» [που γνωρίζει] τα πάντα. Πράγματι, σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση «ο Θεός τούτος είναι Σοφιστής»[8], και με την κάθαρση που κάνει μετά θάνατον στις ψυχές τις ελευθερώνει από τον κόσμο της γένεσης. Διότι το «αϊδές», καθώς εξηγούν λανθασμένα κάποιοι, δεν είναι κακό. Ούτε άλλωστε και ο θάνατος είναι κακό, μολονότι μερικοί θεωρούν υπό το κράτος πάθους πως είναι αϊδές. Είναι αϊδές και υπέρτερο του εμφανούς, όπως σύμπασα η περιοχή του νοητού.»[9]

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Πρόκλος :

«Η ανοδική πορεία της ψυχής είναι διττή : Η μία στην ανάβαση της προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα. Η άλλη στην ολοκληρωμένη πια ανάβαση της μέσα από την κάθαρση του Άδη και στην κυκλική της κίνηση σύμφωνα με την ζωή και τους νοητικούς τρόπους εκεί, την οποία ολοκληρώνουν οι δεσμοί του Κρόνου μέσω της σύνδεσης προς τον Δία. Δηλαδή σαν η ψυχή να τοποθέτησε ένα αποτύπωμα στην περιοχή του νοητού, διεξέρχεται στον κόσμο εκείνο την έκταση των νοητών και θεάται τα μακάρια εκείνα θεάματα, όπως διδάσκει ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 247.d», και τούτη η τελική ανάβαση είναι σπουδαιότερη και τελειότερη από την προηγούμενη. «Τις ψυχές», μάλιστα «που φοβούνται» για το σώμα όχι μόνο οι δεσμοί του Άδη δεν μπορούν να τις συγκρατήσουν και να τις ανεβάσουν προς την περιοχή της κυριαρχίας του Δία, αλλά ούτε και του Κρόνου οι δεσμοί που, ως πατρικοί, είναι προφανώς και ισχυρότεροι.»[10]

Όμως :

«Μόνο οι σπουδαιότερες ψυχές, και όχι όλες, αξιώνονται της σουνουσίας (συνεύρεσης) με τον Πλούτωνα μετά την απελευθέρωση τους από το σώμα. Εκείνες, δηλ., που έχουν εντονότερο τον σωματικό χαρακτήρα τις λυτρώνουν από την κακία τους κάποιοι καθαρτήριοι Δαίμονες ή Άγγελοι με τρόπο επίπονο και οδυνηρό.»[11]

Εξηγώντας δε περί των καθόδων/ανόδων των ψυχών, περί των δικαστηρίων των ψυχών, περί των κλήρων/λήξεων των ψυχών, περί των οδών/περασμάτων τους, περί του λειμώνα και γενικά υπομνηματίζοντας το δέκατο βιβλίο της Πλατωνική «Πολιτείας», συνδυαστικά πάντα με τα λεγόμενα του Πλάτωνα στον «Φαίδρο», «Φαίδωνα» και «Γοργία», θα πούμε πως, συμφώνως και με τον Πρόκλο στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν» (κλήροι), οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου» (οι ουράνιες λήξεις (κλήροι) συνδέονται με την αρχή του πρώτου Διός, του πρώτου ανάμεσα στους τρείς, σύμφωνα με την τριμερή διαίρεση και διανομή του Κόσμου στους υιούς του Κρόνου). Όπως και ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα» (οδηγεί στον Δία και στον ουρανό), ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος †σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν» (έχει να κάνει με τον Ποσειδώνα και διασφαλίζει τα σχετικά με τους χθόνιους δικαστές).

Άλλωστε : ἀλλά σ᾽ ἐς Ἠλύσιον πεδίον] = ἐκ τοῦ λύω. λύονται γὰρ τῶν βιωτικῶν δεσμῶν οἱ ἀπελθόντες ἐκεῖ. καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ η Ἠλύσιον. τὸ τῶν ἡρώων ἐνδιαίτημα ἦν κεκλημένον ἀπὸ Ἠλυσίου τοῦ Ἐλευθερίου, εὐσεβεστάτου γενομένου. ἢ παρὰ τὸ ἄλυτα ἐν αὐτῷ μένειν τὰ σώματα. ὁ δὲ τόπος ἐν ταῖς καλουμέναις Μακάρων νήσοις, ἔξω τῆς καθ᾽ ἡμᾶς οἰκουμένης. τὸ Ἠλύσιον πεδίον οἱ νεώτεροι Μακάρων εἰρήκασι νήσους. (Βλ. Scholia in Odysseam 4.563. 1 – 16).

<Ἠλύσιον πεδίον> = ἐν ᾧ οἱ παρ᾽ Ἕλλησι δίκαιοι αὐλίζονται, μετὰ θάνατον ἐκεῖσε ἐλευσόμενοι• οἱ δὲ κολάσεων ἄξιοι ἐν τῷ Κωκυτῷ καὶ τῷ Πυριφλεγέθοντι ἀπελεύσονται. ποταμοὶ δὲ οὗτοι, ὁ μὲν Κωκυτὸς ψυχρότατος, ὁ δὲ Πυριφλεγέθων θερμότατος. <῎Ηλυσις> = ἔλευσις, ἄφιξις, ἔφοδος, πορεία. (Βλ. Λεξικό Σουίδα [T.L.G.]).

Ως εκ τούτων καταλαβαίνουμε ότι τα νοητικά αγαθά που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για στους μύστες μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους, την μετοχή δηλ. στα δώρα του Πλούτωνα και της Κόρης Περσεφόνης, σχετίζονται με τα νησιά των Μακάρων και μόνον με αυτά!
Δηλαδή πρόκειται για την ανοδική πορεία της ψυχής προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία και τον οποίο της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα.

«Η μία σωτηρία της ψυχής που προβάλλεται από τον δημιουργό & πατέρα Ζευς, η σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από την μεγάλη περιπλάνηση και από την άσκοπη ζωή, είναι η αναδρομή προς το νοητικό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από την γέννηση. Γιατί πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στην γενεσιουργό σπορά, να αποβάλει το άχυρο και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση της από όσα την έχουν περιβάλει, να γίνει άνθος και καρπός νοητικός, αγαπόντας τη νοητική ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την ομοιόμορφη και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας αντί για την πλανόδια κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας. Γιατί υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δυο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δυο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το όντως ΟΝ, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στον νοητικό. Γιατί η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς τον νου, προς τη νοητή φύση και προς την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον Κόσμο μαζί με τους θεούς, αφού εξομοιωθεί με τους ίδιους τους θεούς, και αυτό το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς το μερικό είναι όταν η ψυχή πέσει στο έσχατο σώμα και ανήκει σε ένα επιμέρους πράγμα αντί για το σύνολο, και το καθολικό – μερικό είδος της ζωής, το οποίο βρίσκεται ανάμεσά τους, είναι όταν ζει μαζί με το μεσαίο όχημα ως πολίτιδα του Κόσμου της γένεσης – απορρίπτοντας, λοιπόν, την προηγούμενη έξη η οποία ακολουθούσε τη σχέση με ολόκληρο τον Κόσμο της γένεσης και με το άλογο στοιχείο, χορηγώντας νου στη δοξασία και οδηγώντας ολόκληρη την ψυχή από την περιπλάνηση γύρω από τον κόσμο της γένεσης προς την ευδαίμονα ζωή. Αυτή τη ζωή εύχονται να πετύχουν όσοι, κατά τον Ορφέα, μυούνται στα μυστήρια του Διονύσου και της Κόρης, καθώς “κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος”.»[12]

Κεφάλας Δ. Ευστάθιος (Αμφικτύων)


[1] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 – 368), 2.184.30 – 2.185.18» :

in R 2.184.30 ` to     in R 2.185.18 καὶ λέγωμεν αὐτοὺς ἀπολαύει]ν πρῶτον  μ[ὲν ……. δαι]μόνων συνουσίας Πλουτωνί[ων κ]ηλούντων τὰς ψυχὰς καὶ τὰς ἐννοί[ας] αὐτῶν τελειούντων καὶ προξενούντων τὴν πρόνοιαν τῶν καταχθονίων θεῶν, φάσματά τε δεικνύντων γαλήνης μεστὰ καὶ καθαιρόντων τὰ περιβλήματα αὐτῶν διὰ θείου φωτὸς καὶ ἀναμιμνησκόντων τῆς ἀϊδίου ζωῆς καὶ τῶν ἀποκαταστάσεων τῶν τελεωτάτων, ὥστε καὶ φωνῶν ἀκούειν θειοτέρων καὶ τέλος αὐτοῦ μεταλαγχάνειν τοῦ Πλούτωνος καὶ τῆς συμβασιλευούσης αὐτῷ ζῳογόνου θεᾶς καὶ τῶν νοερῶν ἀποπληροῦσθαι παρ᾽ αὐτῶν ἀγαθῶν· οἷα καὶ αἱ παναγέσταται τελεταὶ τῶν Ἐλευσινίων ὑπισχνοῦνται τοῖς μύσταις, τῶν παρὰ τῇ Κόρῃ δώρων ἀπολαύειν, ἐπειδὰν λυθῶσι τῶν σωμάτων. ὅτι δὲ καὶ Πλάτων τοιαύτας τινὰς εἶναι τὰς ἐκεῖ φαίη ἂν τῶν ψυχῶν εὐεργεσίας, δηλοῖ τὰ ἐν <Κρατύλῳ> [p. 404e] ῥηθέντα περὶ τοῦ Πλούτωνος, ὡς ἄρα <δι᾽ ἀρετῆς κατέχει> παρ᾽ ἑαυτῷ τὰς ψυχὰς καὶ θέλγει σοφίας πληρῶν, καὶ οἱ Πλούτωνος οὗτοι δεσμοί, δι᾽ οὓς οὐδὲ αἱ Σειρῆνες ἐκεῖθεν ἀπελθεῖν ἐθέλουσιν κηλούμεναι, καὶ ταῦτα Σειρῆνες οὖσαι, τοῖς Πλουτωνίοις δώροις.

[2]       Crat 406.c.3 ` to     Crat 406.c.6 ὅ τε γὰρ Διόνυσος εἴη ἂν ὁ <διδοὺς> τὸν <οἶνον> “Διδοίνυσος” ἐν παιδιᾷ καλούμενος, οἶνος δ᾽, ὅτι <οἴεσθαι νοῦν> ἔχειν ποιεῖ τῶν πινόντων τοὺς πολλοὺς οὐκ ἔχοντας, “οἰόνους” δικαιότατ᾽ ἂν καλούμενος.

[3] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Β΄ [συνέχεια], 403.31 – 403.6» :

in Ti 1.403.31 ` to     in Ti 1.404.6 ὁ μὲν οὖν <Πλάτων> πάνυ δαιμονίως νοῦν τε ὑποτίθεται διττόν, τὸν μὲν ἀμέθεκτον καὶ δημιουργικόν, τὸν δὲ μεθεκτὸν καὶ ἀχώριστον— ἀπὸ γὰρ τῶν ἐν αὐτοῖς ὄντων τὰ ἐν ἄλλοις ὄντα καὶ συντεταγμένα τοῖς ὑφειμένοις—καὶ τῷ παντὶ διττὴν ἐνδίδωσι ζωήν, τὴν μὲν σύμφυτον, τὴν δὲ χωριστήν, ἵνα καὶ ζῷον ὁ κόσμος ᾖ διὰ τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ ἔμψυχον διὰ τὴν νοερὰν ψυχήν, καὶ ἔννουν δι᾽ αὐτὸν τὸν πολυτίμητον νοῦν.

[4] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Β΄ [συνέχεια], 404.21 – 406.10» :

in Ti 1.404.21 ` to     in Ti 1.406.10 τὸ δὲ τοῦ Πλάτωνος πῶς οὐ θαυμαστόν; λαβὼν γὰρ τὸν κόσμον καὶ διελὼν αὐτὸν εἰς τὰ μέρη καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ θεωρήσας τὸ πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως κινούμενον ἵστησιν αὐτὸ λόγῳ, καθάπερ καὶ ἐν <Νόμοις> [ X 895 A ] τὸ αὐτοκίνητον αἴτιον πάσης κινήσεως ἀποφῆναι βουλόμενος ἔστησε τὸν ὅλον οὐρανὸν καὶ στήσας εἰσοικίζει ψυχὴν εἰς τὸ πᾶν, ἣ πολλὴν προχέασα ζωὴν ἐψύχωσε τὸν κόσμον, καὶ ἐπὶ τῇ ψυχῇ νοῦν, ὃς κυβερνᾷ τὸν κόσμον εἰς ἑαυτὸν ἐστραμμένος, δι᾽ ὃν τὸ πᾶν κύκλῳ κινεῖται, δι᾽ ὃν τέτακται τὸ ὅλον, δι᾽ ὃν ἀ<ει>κίνητός ἐστιν ὁ σύμπας κόσμος. ἐπειδὴ δὲ ταῦτα πάντα συμπληροῖ ζῷον ἓν καὶ μίαν φύσιν, ἔδει καὶ τὴν συναγωγὸν αὐτῶν καὶ ἑνωτικὴν αἰτίαν προϋφεστάναι, καὶ ταύτην νοεράν· τὸ γὰρ ἀθρόως καὶ ὁμοῦ τὰ ὅλα περιέχειν καὶ συνάγειν εἰς ἑνὸς συμπλήρωσιν τῆς νοερᾶς ἐστιν αἰτίας ἔργον. διὰ δὴ ταῦτα πρὸ τοῦ μετεχομένου νοῦ τὸν ἀμέθεκτον ὑποστήσας καὶ ἐν αὐτῷ τὰς πάντων αἰτίας ὑποθέμενος ἐκεῖθεν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα παρήγαγεν, ἀφ᾽ ὧν τὸν αἰσθητὸν συνεπλήρωσε κόσμον. ὅτι μὲν οὖν ψυχῆς νοερᾶς ἀνάγκη μετέχειν τὸ πᾶν, εἰ νοῦ μεθέξει, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων· αὕτη γὰρ ἔσται σύνδεσμος τῶν ἄκρων ὑπεναντίων ὄντων. ὅτι δὲ καὶ τὸ ἀντίστροφον ἀληθές, δεικτέον, οἷον ὅτι ψυχῆς νοερᾶς ἐν τῷ παντὶ προούσης ἀνάγκη καὶ νοῦν εἶναι τοῦ παντός· ἐπεὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ταύτην νοερὰν εἶναί φαμεν, ἀνάγκη καὶ νοῦ μετέχειν αὐτήν. πότερον οὖν τοῦ ὅλου νοῦ μετέχει μόνον ἢ καὶ ἐν αὐτῇ τινὸς ὄντος ἀπ᾽ ἐκείνου; ἀλλ᾽ εἰ μὲν καὶ τὸ σωματικὸν αὐτόθεν τῆς πηγῆς ἀπέλαυε τῶν ψυχῶν καὶ μὴ διὰ τῆς ἐν αὐτῷ ψυχῆς, ἔδει κἀπὶ τῆς ὅλης ψυχῆς τὸ αὐτὸ ποιεῖν· εἰ δὲ ἔστι μὲν ἡ ἐν τῷ δημιουργῷ πηγὴ τῶν ψυχῶν, ἔστι δὲ καὶ ἡ τοῦ παντός, καὶ μετέχει τὸ πᾶν διὰ ταύτης καὶ ἐκείνης, δεῖ δήπου καὶ αὐτὴν τὴν ψυχὴν διὰ τῶν μεθεκτῶν νῶν εἰς τὸν ἀμέθεκτον νοῦν ἀνηρτῆσθαι πάντως· ἀνάλογον γὰρ ὡς τὸ σῶμα τοῦ παντὸς πρὸς τὴν ψυχήν, οὕτως αὕτη πρὸς νοῦν· καὶ γὰρ εἰ μὲν καθὸ ψυχὴ νοερὰ γίνεται, ἔδει πᾶσαν ψυχὴν εἶναι τοιαύτην, εἰ δὲ κατὰ τὴν νοῦ μέθεξιν, ἀνάγκη νοῦ μετέχειν αὐτὴν τοῦ συμμέτρου πρὸς αὐτήν. τοιοῦτος δέ ἐστιν οὐχ ὁ αὐτὸ νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ μέσος τοῦ αὐτὸ νοῦ καὶ ψυχῆς τῆς ἐπίκτητον τὸ νοεῖν ἐχούσης, τὶς ὢν νοῦς καὶ τῷ μὲν εἶναι νοῦς, ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καθάπερ ἡ ψυχή, κρείττων ψυχῆς, τῷ δὲ τὶς εἶναι σύστοιχος πρὸς αὐτήν· ὁ γὰρ αὐτὸ νοῦς καὶ τῷ εἶναι νοῦς ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καὶ τῷ ἁπλῶς εἶναι νοῦς κρείττων τῆς πρὸς ψυχὴν συντάξεως. εἰ δὲ κἀκεῖνο ἐνθυμηθείης, ὅτι πᾶσα μονὰς ὅμοιον ἑαυτῇ ὑφίστησι πλῆθος, ἡ μὲν θεία θεῖον, ἡ δὲ ψυχικὴ ψυχικόν, ὥστε καὶ ἡ νοερὰ νοερόν, καὶ ὡς αἱ δεύτεραι τάξεις ἀεὶ μετέχουσι τῶν πρὸ αὐτῶν, ἀνάγκη τούτων κειμένων εἶναί τινα τοῦ παντὸς κόσμου νοῦν· δεῖ γὰρ τὴν νοερὰν ψυχὴν νοῦ μετέχειν. εἰ μὲν δὴ τοῦ ὅλου μετέχει, φησί τις, ἄτοπον· οὐκ ἔσται γὰρ ἐκεῖνος πάντων δημιουργός· εἰ δὲ ἄλλου τινός, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ παντὸς νοῦς καὶ ὁ κυρίως μεθεκτός, ὡς μετὰ τῆς ψυχῆς τὸ πᾶν συμπληρῶν, ὁ δὲ ὅλος οὕτω μετεχόμενός ἐστιν, ὡς ἐλλάμπων εἰς αὐτήν. εἴτε ἄρα νοῦς ἐφέστηκε τοῖς ὅλοις, ἔμψυχον τὸ πᾶν, εἴτε ἔμψυχον, καὶ ἔννουν ἐστί.

[5] Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Β΄ [συνέχεια], 406.14 – 408.26» :

in Ti 1.406.14 ` to     in Ti 1.408.26   Δεῖ πρῶτον ἰδεῖν, τίς οὗτος ὁ νοῦς, καὶ πότερον οὐσιώδης ἐστίν, ὑπερκαθήμενος τῆς ψυχῆς, ἢ ἕξις νοερά τις αὐτῆς, καὶ συλλογίσασθαι, ὅτι οὐσιώδης ἔκ τε τῆς ἀναλογίας— ὡς γὰρ νοῦς πρὸς ψυχήν, οὕτως ψυχὴ πρὸς σῶμα· ψυχὴ δὲ οὐκ ἔστι σώματος οὕτως ὡς ἕξις, οὐδὲ νοῦς ψυχῆς—καὶ ἐκ τῆς τελικῆς αἰτίας· διὰ γὰρ νοῦν ὑποστῆναί φησι τὴν ψυχήν, ἀλλ᾽ οὐκ ἔμπαλιν· εἰ δὲ νοῦ ἕνεκα ψυχή, νοῦς δὲ τὸ οὗ ἕνεκα, οὐκ ἔστιν ἕξις ὁ νοῦς· οὐδαμοῦ γὰρ ἡ οὐσία διὰ τὴν ἕξιν ὑφίσταται. καὶ τρίτον, ὅτι τοῦτον μὲν τὸν νοῦν ὁ δημιουργὸς ὑφίστησι, τὸν δὲ καθ᾽ ἕξιν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ταὐτοῦ κύκλου περὶ τὸ νοητὸν κίνησιν, ὡς αὐτὸς <ἐρεῖ> [37C]· κατὰ γὰρ ἐκείνην <νοῦν ἐπιστήμην τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖσθαι>. πῶς οὖν ὃν αὐτὴ ὑφίστησιν, ὁ δημιουργὸς ἔμελλεν ὑφιστάνειν πρὸ αὐτῆς; ἐπὶ δὲ τούτοις ὀρθῶς ἔχουσι λαβεῖν, ὅτι περ ἐν τῷ δημιουργῷ καὶ <ψυχὴ βασιλικὴ> καὶ <νοῦς> ἦν <βασιλικός>, ὥς φησιν ὁ ἐν <Φιλήβῳ> [30D] <Σωκράτης>, κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον, καὶ κατὰ ταύτας τὰς πηγὰς τῶν διττῶν τούτων γενῶν καὶ νῦν νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι τίθησιν, οὐ διότι τὰ βελτίονα ἐν τοῖς χείροσίν ἐστιν, οὐδ᾽ ὅτι δεῖταί τινος ἕδρας ὁ νοῦς, ἢ ὅτι ἔν τινί ἐστιν ἡ ψυχὴ τοῦ παντός— ἀνάξια γὰρ ταῦτα τῶν ὅλων ἐστὶ καὶ θείων οὐσιῶν, δι᾽ ἃς εὐδαίμων θεὸς ὁ κόσμος ἀποκαλεῖται—ἀλλ᾽ ὅτι διχῶς τὴν τῶν πραγμάτων φύσιν ἐπινοοῦμεν, ἢ κατὰ τὴν πρόοδον αὐτῶν, ἢ κατὰ τὴν ἐπιστροφήν· καὶ τὴν μὲν πρόοδον θεωροῦντες ἀπό τε τῶν πρώτων ἀρχόμεθα καὶ τὰ αἴτια ἐν τοῖς ἀπ᾽ αὐτῶν εἶναι λέγομεν, τὴν δὲ ἐπιστροφὴν ἀνάπαλιν· ἐν γὰρ τοῖς αἰτίοις τὰ αἰτιατά φαμεν ὑπάρχειν. καὶ οὖν καὶ ὁ Πλάτων τὸν μὲν δεύτερον τρόπον παραδώσει <μικρὸν ὕστερον> [36D], ἐν τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα τιθεὶς καὶ ταύτην ἐν τῷ νῷ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τὸν δὲ τῆς προόδου νῦν μεταχειριζόμενος νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ τίθησιν, ὅτι πᾶσα νοοειδής ἐστι καὶ οὐδὲν ἔστι λαβεῖν αὐτῆς, ὃ μὴ κεκράτηται τῇ νοερᾷ φύσει, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι, διότι καὶ τοῦτο καθ᾽ ὅλον ἑαυτὸ μετέχει ψυχῆς καὶ οὐδὲν ἔστιν αὐτοῦ μόριον λαβεῖν ἄψυχον, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς οἰκείας παρῃρημένον ζωῆς ὡς τοῦ παντὸς μέρος ἐψύχωται· καθάπερ γὰρ τὴν πρόνοιαν πανταχοῦ προϊέναι λέγομεν καὶ εἶναι πανταχοῦ, διότι πᾶσι πάρεστι καὶ οὐδὲν ἔρημον ἀφίησιν ἑαυτῆς, κατὰ ταῦτα δὴ καὶ τὸν νοῦν ἐν ψυχῇ φαμεν ὡς ὅλην αὐτὴν περιλάμποντα, κἀν τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ὡς ὅλῳ παροῦσαν αὐτῷ. καὶ οὐχ ὁ μὲν Πλάτων οὕτως, ὁ δὲ <Ὀρφεὺς> [frg. 207] τρόπον ἕτερον· ἀλλ᾽ εἴ με δεῖ τοὐμὸν εἰπεῖν, διὰ τούτων καὶ ἡ τοῦ θεολόγου διάνοια γίγνεται καταφανής. ἡ μὲν γὰρ Ἵππα τοῦ παντὸς οὖσα ψυχὴ καὶ οὕτω κεκλημένη παρὰ τῷ θεολόγῳ τάχα μὲν ὅτι καὶ ἐν ἀκμαιοτάταις κινήσεσιν αἱ νοήσεις αὐτῆς οὐσίωνται, τάχα δὲ καὶ διὰ τὴν ὀξυτάτην τοῦ παντὸς φοράν, ἧς ἐστιν αἰτία, λίκνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς θεμένη καὶ δράκοντι αὐτὸ περιστέψασα τὸν κραδιαῖον ὑποδέχεται Διόνυσον· τῷ γὰρ ἑαυτῆς θειοτάτῳ γίγνεται τῆς νοερᾶς οὐσίας ὑποδοχὴ καὶ δέχεται τὸν ἐγκόσμιον νοῦν. ὃ δὲ ἀπὸ τοῦ μηροῦ τοῦ Διὸς πρόεισιν εἰς αὐτήν (ἦν γὰρ ἐκεῖ συνηνωμένος) καὶ προελθὼν καὶ μεθεκτὸς αὐτῆς γεγονὼς ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὴν ἀνάγει καὶ τὴν ἑαυτοῦ πηγήν· ἐπείγεται γὰρ πρὸς τὴν μητέρα τῶν θεῶν καὶ τὴν Ἴδην, ἀφ᾽ ἧς πᾶσα τῶν ψυχῶν ἡ σειρά. διὸ καὶ συλλαμβάνειν ἡ Ἵππα λέγεται τίκτοντι τῷ Διί· ὡς γὰρ <εἴρηται πρότερον> [30B], <νοῦν ἄνευ ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ>, τοῦτο δὲ ὅμοιον τῷ παρ᾽ <Ὀρφεῖ      
γλυκερὸν δὲ τέκος Διὸς ἐξεκαλεῖτο>,
τοῦτο δὲ ἦν ὁ κοσμικὸς νοῦς Δίιος ὤν, κατὰ τὸν ἐν τῷ Διὶ μείναντα προελθών. οὕτω δὴ καὶ ἡ <θεοπαράδοτος θεολογία> [ Orph. frg. 294. 295 ] φησὶ συμπεπληρῶσθαι τὸν κόσμον ἐκ τῶνδε τῶν τριῶν· λέγει γοῦν ἡ Ψυχὴ περὶ τοῦ <Δὶς ἐπέκεινα> τοῦ δημιουργήσαντος τὸ πᾶν·               
 <μετὰ δὴ πατρικὰς διανοίας    
Ψυχὴ ἐγὼ ναίω θέρμῃ ψυχοῦσα τὰ πάντα·>
κατέθετο γὰρ          
<νοῦν μὲν ψυχῇ, ἐνὶ σώματι> <δ᾽> <ἀργῷ    
ἡμέας ἐγκατέθηκε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε>
μονονουχὶ βοῶσα διαρρήδην, ὅτι καὶ ὁ κατὰ ταύτην δημιουργός ἐστι Ζεύς· περὶ τίνος γὰρ ἄλλου τοῦτο τεθρυλημένον ἔχομεν ἢ περὶ τοῦ μεγίστου <Διὸς τὸ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε>; καὶ τοῦ Πλάτωνος τοῖς λόγοις <μαρτυροῦντος>2 [41], ὅταν θεῶν τε αὐτὸν πατέρα καλῇ καὶ τὰς ψυχὰς παραδιδῷ γεννῶντα καὶ εἰς ἀνδρῶν πέμποντα γένεσιν κατὰ τὸν πρώτιστον βίον.

[6]  Βλ. Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Γ΄, 2.145.6 – 2.146.22» :

in Ti 2.145.6 ` to     in Ti 2.146.22 οὐ γὰρ πάσης τάξεως νοητῆς ἢ νοερᾶς καὶ ἐκεῖνος κατηγορεῖ τὸ ἀμέριστον, ἀλλ᾽ εἶναί τινα καὶ τοῦδε τοῦ ὀνόματος κρείττω, καθάπερ ἄλλων ὀνομάτων ἄλλα· καὶ γὰρ τὸ <βασιλεὺς> καὶ τὸ <πατὴρ> οὐ πάσαις ἐφαρμόζει τάξεσι. ποῦ δὴ οὖν αὖ πρῶτον παρ᾽ αὐτῷ τὸ ἀμέριστον ἴδωμεν, ἵνα καὶ τὴν τοῦ Πλάτωνος ἔνθεον ἐπιβολὴν νοήσωμεν; ἕνα τοίνυν ἐκεῖνος δημιουργὸν τῆς διῃρημένης πάσης ποιήσεως προστησάμενος ἀνὰ λόγον ὄντα τῷ ἑνὶ πατρὶ τῷ τὴν ὁλικὴν ἀποτίκτοντι δημιουργίαν ἀπὸ τούτου παράγει τό τε νοερὸν πλῆθος ὅλον τὸ ἐγκόσμιον καὶ τὸν τῶν ψυχῶν ἀριθμὸν καὶ τὰς σωματικὰς συστάσεις, αὐτοῦ μὲν ἡνωμένως πάντα ταῦτα γεννῶντος, τῶν δὲ περὶ αὐτὸν θεῶν διαιρούντων καὶ διακρινόντων τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ. ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα δημιουργήματα αὐτοῦ πάντα μεμερίσθαι φησὶν ὑπὸ τῶν διαιρετικῶν θεῶν, μόνην δὲ τὴν καρδίαν ἀμέριστον εἶναι προνοίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς· ἐπειδὴ γὰρ ὑφίστησι μὲν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα, ἀλλὰ ψυχαὶ μὲν καὶ σώματα δέχονται πολλὴν τὴν πρὸς ἑαυτὰ διαίρεσιν καὶ τὸν μερισμόν, νοῦς δὲ ἡνωμένος μένει καὶ ἀδιαίρετος ἐν ἑνὶ τὰ πάντα ὢν καὶ μιᾷ νοήσει τὰ ὅλα τὰ νοητὰ περιέχων, μόνην τὴν νοερὰν οὐσίαν καὶ τὸν νοερὸν ἀριθμὸν ἀπολελεῖφθαί φησιν ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς σεσωσμένον·     <μούνην γὰρ κραδίην νοερὴν λίπον>, φησίν, ἄντικρυς νοερὰν αὐτὴν προσαγορεύων. εἰ τοίνυν ἡ ἀμέριστος καρδία νοερά ἐστι, νοῦς ἂν εἴη δηλαδὴ καὶ νοερὸς ἀριθμός, οὐ μέντοι πᾶς νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ ἐγκόσμιος· οὗτος γάρ ἐστιν ἡ καρδία ἡ ἀμέριστος, ἐπειδὴ καὶ τούτου δημιουργὸς ἦν ὁ μεριζόμενος θεός. τὸν μὲν δὴ νοῦν ἀμέριστον οὐσίαν τοῦ Διονύσου καλεῖ, τὸ δὲ γόνιμον αὐτοῦ τὴν μεριστὴν αὐτὴν περὶ τὸ σῶμα ζωὴν φυσικὴν οὖσαν καὶ σπερμάτων οἰστικήν, ἣν καὶ τὴν Ἄρτεμίν φησι τὴν πάσης προεστῶσαν τῆς ἐν τῇ φύσει γεννήσεως καὶ μαιευομένην τοὺς φυσικοὺς λόγους ἄνωθεν διατείνειν ἄχρι τῶν ὑποχθονίων, δυναμοῦσαν αὐτῆς τὴν γόνιμον δύναμιν, τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ θεοῦ σῶμα πᾶν τὴν ψυχικὴν σύστασιν, εἰς ἑπτὰ καὶ τοῦτο διῃρημένον <ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου διεμοιρήσαντο>, φησὶν ὁ <θεολόγος> περὶ τῶν Τιτάνων, καθάπερ καὶ ὁ Τίμαιος εἰς ἑπτὰ διαιρεῖ μοίρας αὐτήν. καὶ τάχα ἂν τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου τεταμένην εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ Τιτανικοῦ μερισμοῦ τοὺς Ὀρφικοὺς ἀναμιμνήσκοι, δι᾽ ὃν οὐ μόνον ἡ ψυχὴ περικαλύπτει τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τέταται δι᾽ αὐτοῦ παντός. εἰκότως δὴ οὖν καὶ ὁ Πλάτων ἀμέριστον οὐσίαν ἀπεκάλεσε τὴν προσεχῶς ὑπὲρ ψυχὴν καὶ ὡς συντόμως εἰπεῖν τὸν μεθεκτὸν ὑπὸ ψυχῆς νοῦν, τοῖς <Ὀρφικοῖς> ἑπόμενος <μύθοις> καὶ οἷον ἐξηγητὴς <τῶν ἐν ἀπορρήτοις λεγομένων> εἶναι βουλόμενος.

[7] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182.1 -182.37» :

in Cra 182.1 ` to     in Cra 182.37     Ὅτι τὸν δεσπότην ἡμῶν <Διόνυσον> οἱ θεολόγοι πολλάκις καὶ ἀπὸ τῶν τελευταίων αὐτοῦ δώρων <οἶνον> καλοῦσιν, οἷον <Ὀρφεύς> (frg 202)·  <οἴνου δ᾽ ἀντὶ μιῆς τριπλῆν μετὰ ῥίζαν ἔθεντο>· καὶ πάλιν ( frg 203 )·   <οἴνου πάντα μέλη κόσμῳ λαβὲ καί μοι ἔνεικε>· καὶ αὖθις ( frg 204 )·   <οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διόσ>. εἰ δὲ αὐτὸς ὁ θεὸς οὕτως καλεῖται, δῆλον ὅτι καὶ αἱ πρῶται καὶ αἱ μέσαι αὐτοῦ ἐνέργειαι οὕτως ἂν ὀνομάζοιντο, ὥσπερ ἡ τελευταία, ὥστε εἰς τοῦτο <νῦν> (p 406c) βλέπων ὁ Σωκράτης <Διδοίνυσον> καλεῖ τὸν θεὸν ἐκ τοῦ οἴνου ὁρμώμενος, ὅστις, ὡς εἴρηται, πασῶν ἐστι δηλωτικὸς τῶν τοῦ θεοῦ δυνάμεων· ὥσπερ καὶ ἐν <Φαίδρῳ> τὸν μέγαν Ἔρωτα κοι νῶς λέγει τόν τε θεῖον καὶ τὸν φιλοσώματον. ὁ οὖν οἶνος οὕτως κοινῶς ἐξακουόμενος τὴν ἰδιότητα τοῦ μερικοῦ νοῦ παρίστησιν ἡμῖν. τὸ γὰρ οἰόνουν οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τὸ διῃρημένον ἀπὸ τοῦ ὅλου καὶ μετεχόμενον ἤδη νοερὸν εἶδος καὶ <οἶον> καὶ μόνον γενόμενον· ὁ μὲν γὰρ παντελὴς νοῦς πάντα τ᾽ ἐστὶν καὶ ἐνεργεῖ κατὰ πάντα ὡσαύτως· ὁ δὲ μερικὸς καὶ μετεχόμενος πάντα μέν, ἀλλὰ καθ᾽ ἓν εἶδος τὸ αὐτῷ πάντων προβεβλημένον, οἷον τὸ Ἡλιακὸν ἢ τὸ Σεληνιακὸν ἢ τὸ Ἑρμαϊκόν· τοῦτο δ᾽ οὖ<ν> τὸ ἴδιον καὶ διακριθὲν ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁ οἶνος ἐνδείκνυται, σημαίνων τὸν <οἶον> καὶ <τινὰ> νοῦν. ἐπειδὴ τοίνυν ἡ μεριστὴ δημιουργία πᾶσα τῆς Διονυσιακῆς ἐξήρτηται μονάδος, διαιροῦσα τοὺς μὲν μεθεκτοὺς ἐν τῷ κόσμῳ νόας ἀπὸ τοῦ ὅλου νοῦ, τὰς δὲ πολλὰς ψυχὰς ἀπὸ τῆς μιᾶς, τὰ δ᾽ εἴδη τὰ αἰσθητὰ πάντα ἀπὸ τῶν οἰκείων ὁλοτήτων, διὰ δὴ τοῦτο καὶ αὐτὸν τὸν θεὸν <οἶνον> προ<σ>ειρήκασιν οἱ θεολόγοι αὐτόν τε καὶ πάντα τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ· πάντα γὰρ ἔκγονα τοῦ νοῦ, καὶ τὰ μὲν πορρώτερον τὰ δὲ ἐγγύτερον μετέχει τῆς μεριστῆς τοῦ νοῦ διανομῆς. ἀναλόγως οὖν ἐν τοῖς οὖσιν ὁ οἶνος ἐγγινόμενος ἐνεργεῖ, ἐν μὲν τῷ σώματι εἰδωλικῶς κατὰ οἴησιν καὶ φαντασίαν ψευδῆ, ἐν δὲ τοῖς νοεροῖς τὸ κατὰ νοῦν ἐνεργεῖν καὶ δημιουργεῖν, ἐπεὶ καὶ ἐν τῇ διασπαράξει τῶν Τιτάνων μόνη ἡ καρδία ἀδιαίρετος μεῖναι <λέγεται>, τουτέστιν ἡ ἀμερὴς τοῦ νοῦ οὐσία.

[8] «Ο Πλάτων γνωρίζει να αποδίδει το όνομα “Σοφιστής” σε σεμνό αντικείμενο. Έτσι δηλ. ονομάζει αυτόν που είναι ικανός να στρέφει τα άλλα προς τον εαυτό του, επί παραδείγματι τον Δία, τον Άδη και τον Έρωτα».

—- Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 159. 1 – 4». —-

in Cra 159.1 ` to     in Cra 159.4 Οτι οἶδεν ὁ Πλάτων τὸ ὄνομα <2τὸν σοφιστὴν>2 ἐπὶ σεμνῷ τάττειν πράγματι· τὸν γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὰ ἄλλα δυνάμενον ἐπιστρέφειν οὕτως καλεῖ, οἷον τὸν Δία τὸν Ἅιδην τὸν Ἔρωτα.

[9]        in Cra 153.1 ` to     in Cra 153.14    Ὅτι κακῶς τινας ἀναλύοντας τὸ μὲν τοῦ <Πλούτωνος> ὄνομα εἰς τὸν ἐκ τῆς γῆς πλοῦτον διά τε τοὺς καρποὺς καὶ τὰ μέταλλα, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸ ἀιδὲς καὶ σκοτεινὸν καὶ φοβερόν, ἐπιρραπίζει <νῦν> (p 403 e  404b) ὁ Σωκράτης, εἰς ταὐτὸν ἄγων σημαινόμενον τὰ δύο ὀνόματα. τὸν μὲν Πλούτωνα ὡς νοῦν εἰς τὸν τῆς φρονήσεως πλοῦτον, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸν εἰδότα νοῦν τὰ πάντα· <σοφιστὴς> γὰρ ὁ <θεὸς οὗτος>, καὶ τὰς ψυχὰς μετὰ θάνατον καθαίρων ἐλευθεροῖ τῆς γενέσεως. τὸ γὰρ ἀιδές, ὥς τινες κακῶς ἐξηγοῦνται, οὐκ ἔστι κακόν· οὐδὲ γὰρ ὁ θάνατος κακόν, εἰ καὶ δοκεῖ τισιν ἐμπαθῶς ἀιδὲς εἶναι· ἀλλ᾽ ἔστιν ἀιδὲς καὶ κρεῖττον τοῦ ἐμφανοῦς, οἷον τὸ νοητὸν πᾶν.

[10]        in Cra 162.1 ` to     in Cra 162.15 Οτι διττὴ ἡ τῆς ψυχῆς ἄνοδος, ἡ μὲν κατὰ τὸ ἀνιέναι πρὸς τὸ ὂν κα ἀποκαθαίρεσθαι τῶν τῇ γενέσει συμφύλων, ἣν οἱ Πλούτωνος δεσμοὶ μετὰ θάνατον παρέχουσιν· ἡ δὲ κατὰ τὸ ἤδη ἀνεληλυθέναι διὰ τῆς τοῦ Ἅιδου καθάρσεως, καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴν καὶ διεξαγωγὴν τῶν νοήσεων περιπολεῖν [τὴν ψυχήν], ἣν οἱ τοῦ Κρόνου δεσμοὶ διὰ τῆς τοῦ Διὸς συναφῆς ἀποτελοῦσιν· οἷον γὰρ ἐν τῷ νοητῷ ἴχνος θεῖσα ἡ ψυχὴ διέξεισιν ἐκεῖ τὸ πλάτος τῶν νοητῶν καὶ θεᾶται τὰ μακάρια ἐκεῖνα θεάματα, ὡς ὁ ἐν <Φαίδρῳ> (p 247d) Σωκράτης διδάσκει, καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ὑστέρα ἀνάβασις μείζων καὶ τελειοτέρα τῆς προτέρας. <τὰς γοῦν περὶ τὸ σῶμα>  <ἐπτοημένας ψυχὰς> οὐ μόνον οἱ τοῦ Ἅιδου δεσμοὶ οὐ δύναν ται κατέχειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὴν Διὸς ἐπικράτειαν, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ τοῦ Κρόνου, οἵτινες, ὡς πατρὸς δηλονότι, καὶ ἰσχυρότεροί εἰσιν.

[11]       in Cra 160.1 ` to     in Cra 160.5 160    Ὅτι οὐ πᾶσαι ψυχαὶ μετὰ τὴν τοῦ σώματος ἀπαλλαγὴν ἀξιοῦνται τῆς τοῦ Πλούτωνος συνουσίας, ἀλλ᾽ αἱ σπουδαιότεραι· αἱ γὰρ σωματοειδέστεραι ὑπό τινων δαιμόνων ἢ ἀγγέλων καθαρτικῶν ἐπιπόνως καὶ ἀλγεινῶς ἀπαλλάττονται τῆς κακίας.

[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος,  βιβλίο Ε΄[συνέχεια], 3.296. 07 – 3.297.10» :

in Ti 3.296.7 ` to     in Ti 3.297.10   Μία σωτηρία τῆς ψυχῆς αὕτη παρὰ τοῦ δημιουργοῦ προτείνεται τοῦ κύκλου τῆς γενέσεως ἀπαλλάττουσα καὶ τῆς πολλῆς πλάνης καὶ τῆς ἀνηνύτου ζωῆς, ἡ πρὸς τὸ νοερὸν εἶδος τῆς ψυχῆς ἀναδρομὴ καὶ ἡ φυγὴ πάντων τῶν ἐκ τῆς γενέσεως ἡμῖν προσπεφυκότων· δεῖ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐν τῇ γενεσιουργῷ σπορᾷ καταβληθεῖσαν σπέρματος δίκην τὴν μὲν οἷον καλάμην καὶ τὸν φλοιόν, ὃν ἔσχεν ἀπὸ γενέσεως, ἀποσκευασαμένην, ἑαυτὴν δὲ καθήρασαν ἀπὸ τῶν περικειμένων ἄνθος γίνεσθαι καὶ καρπὸν νοερόν, ἀντὶ τῆς δοξαστικῆς τροφῆς τὴν νοερὰν ζωὴν ἀγαπήσασαν καὶ ἀντὶ τῆς κατὰ τὴν θατέρου περίοδον πολυπλανοῦς κινήσεως τὴν μονοειδῆ καὶ ἁπλῆν τῆς ταὐτοῦ περιφορᾶς ἐνέργειαν ἐπιδιώξασαν· ἔστι γὰρ καὶ ἐν αὐτῇ τῶν κύκλων ἑκάτερος καὶ αἱ διτταὶ δυνάμεις καὶ τῶν ἵππων ὅ τε ἀγαθὸς καὶ ἐναντίος, καὶ ὃ μὲν εἰς γένεσιν ἄγει τὴν ψυχήν, ὃ δὲ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ τὸ ὄν, καὶ ὃ μὲν τὸν γενεσιουργὸν περιάγει κύκλον, ὃ δὲ τὸν νοερόν· ἡ γὰρ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδος ἐπὶ νοῦν ἀναπέμπει καὶ τὴν νοητὴν φύσιν καὶ ἐπὶ τὴν πρώτην καὶ ἀρίστην ἕξιν. ἔστι δὲ αὕτη ἐκείνη, καθ᾽ ἣν ἐπτερωμένη τὸν ὅλον συνδιοικεῖ κόσμον τοῖς θεοῖς, ἐξομοιωθεῖσα τοῖς θεοῖς αὐτοῖς, καὶ τοῦτ᾽ ἔστι τὸ καθολικὸν εἶδος ἐν τῇ ψυχῇ τῆς ζωῆς, ὥσπερ τὸ μερικόν, ὅταν εἰς τὸ ἔσχατον πέσῃ σῶμα καὶ γένηται τινὸς ἀντὶ τοῦ παντός, καὶ τὸ τούτων μέσον μερικὸν καθολικόν, ὅταν ζῇ μετὰ τοῦ μέσου ὀχήματος ὡς γενέσεως πολῖτις. τὴν οὖν πρώτην ἕξιν κατὰ τὴν σχέσιν ἀφεῖσα τὴν πρὸς πᾶσαν τὴν γένεσιν καὶ τὸ ἄλογον τὸ ποιοῦν αὐτὴν γενεσιουργόν, λόγῳ μὲν κρατοῦσα τὸ ἄλογον, νοῦν δὲ χορηγοῦσα τῇ δόξῃ, πᾶσαν δὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὴν εὐδαί μονα περιάγουσα ζωὴν ἀπὸ τῆς περὶ τὴν γένεσιν πλάνης, ἧς καὶ οἱ παρ᾽ <Ὀρφεῖ> [frg. 226] τῷ Διονύσῳ καὶ τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται,  <κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος>.

http://eleysis69.wordpress.com/

Μοιραστείτε το!

Leave a Reply

You can use these HTML tags

<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>