Θεόδωρος Παντούλας
Η τσάτρα πάτρα συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης διαδικασίας κι ενός σκληρού αγώνα, που εντέλει διέψευσε τις προσδοκίες όσων εργάστηκαν και θυσιάστηκαν γι’ αυτόν. Το ανολοκλήρωτο ’21 –όπως λέμε σήμερα– βούλιαξε μετά από έναν αιώνα δανεικής «ανεξαρτησίας» στα μικρασιατικά παράλια κι ο Ελληνισμός γνώρισε μια πρωτόγνωρη συρρίκνωση. Δεν είναι γεωγραφικό αυτό το ζήτημα. Είναι ανήκεστος η πληγή της Μικρασίας. Οι κάποτε άρχοντες της οικουμένης έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την χώρα κι έκτοτε παραβλέπουμε την αναπηρία μας παριστάνοντας με ποικίλες επιδόσεις τούς αρτιμελείς.
Το ίδιο ελλειμματικός, νομίζουμε, ήταν κι ο απολογισμός του δεύτερου αιώνα του κρατικού μας βίου. Η χώρα συμμετείχε στον μεγάλο πόλεμο κι ήταν από την μεριά των νικητών, αλλά με συνέπειες πολύ χειρότερες από αυτές των νικημένων.
Η ευγενής επιθυμία για έναν καλύτερο κόσμο πνίγηκε μεταπολεμικά στο άδικο αίμα μιας πρωτοφανούς αδελφοκτονίας. Ήμασταν και πάλι οι νικημένοι νικητές. Στις φάμπρικες της (νικημένης) Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές ξαποστείλαμε την μισή πατρίδα όσο η άλλη μισή, αστυνομοκρατούμενη και παραιτημένη, μετανάστης κι αυτή αλλά στις πόλεις μας, παραδιδόταν στην μικρομέγαλη ιδέα της ανασυγκρότησης.
Αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας έγινε η αντιπαροχή. Εκποιούσαμε τα γονικά μας για ν’ αξιωθούμε ένα τριάρι στου Ζωγράφου με θέα την μπουγάδα του απέναντι εκριζωμένου. Τσιμεντώναμε βιαζόμενοι ή και ελαφρά τη καρδία την μνήμη μας για να εισέλθουμε με την νέα, την εξόχως ευρωπαϊκή, με την betón armé ταυτότητά μας στην νεωτερικότητα. Κι ενώ η κάποτε περηφάνια μας γινόταν τουριστική ατραξιόν, οι πιο «εκσυγχρονισμένοι» δευτέρωναν την κονόμα της αντιπαροχής με αυτή του τουρισμού. Κι ό,τι σώθηκε, σώθηκε τελικώς χάρη στον μπεζαχτά, επειδή έκοβε εισιτήρια.
Η δικτατορία ήταν η κορωνίδα αυτής της πορείας. Μπορεί την επομένη της δικτατορίας να στριμώχθηκαν οι πανέλληνες ως αντιστασιακοί, αλλά κατά την διάρκειά της, κατά πλειοψηφία, λούφαζαν ψιλοϊκανοποιημένοι από το λαοφιλές «χαρίζω χρέη, χαρίζω οικόπεδα και σας βάζω φως, νερό, τηλέφωνο».
Η πρώτη περίοδος της Μεταπολίτευσης έκλεισε με την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Η χώρα είχε επιλέξει στρατόπεδο. Ήταν και πάλι με τους νικητές, κι ας προέκυπτε εκ νέου ηττημένη, αλλά με κολακευμένη την συλλογική μας ανασφάλεια και μειονεξία από την ευρωπαϊκή δοχή. Μισοξέραμε όλοι ότι, κυρίως λόγω των ψυχροπολεμικών ισορροπιών, ήμασταν λαθρεπιβάτες στην οικονομική Ένωση, αλλά αυτό δεν μας εμπόδιζε να διακριθούμε ως ζηλωτές της, πιστεύοντας κουτοπόνηρα ότι θα ξεμπερδεύαμε μαζί της επιδιδόμενοι στο άρμεγμα, που με τόση επιτυχία είχαμε ήδη κάνει στο ελληνικό κράτος για ενάμιση αιώνα. Η διάψευσή μας ήταν ζήτημα χρόνου κι εμείς, εκτός από όλη την καλή διάθεση να περιμένουμε, νομίζαμε ότι είχαμε και το χρονικό περιθώριο αυτό. Στο μεταξύ η χώρα είχε μπει στον αστερισμό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που εν μια νυκτί έκανε γαργάρα τα περί εθνικής ανεξαρτησίας, με γενναιοδωρία σπαταλώντας μια σπουδαία ευκαιρία διαφυγής μας από την χρόνια συλλογική μας υποτέλεια. Το αίτημα της εθνικής αξιοπρέπειας με ευκολία εκφυλίστηκε σε γιουρούσι στο κράτος και στα ταμεία του. Από την ρετσίνα περάσαμε ασκαρδαμυκτί στο ουίσκι. Ο Κοσκωτάς πριν γίνει –για λίγο– τρόφιμος των φυλακών ήταν και παραμένει το επιχειρηματικό πρότυπο της χώρας. Και της οικονομίας μας επίσης. Διότι ο αεριτζής δεν είναι πλέον ο ανυπόληπτος απατεώνας αλλά ο προκομμένος ενός αενάως αιτούμενου κι επιδοτούμενου εκσυγχρονισμού. Εδώ και δεκαετίες η χώρα βαρά προσοχές σ’ έναν πρώην πράκτορα, που με τον ιδρώτα του προσώπου του ασφαλώς είναι ο πλουσιότερος Έλληνας.
Γι’ αυτό, σαν έτοιμοι από καιρό, συνεργήσαμε στην μεγάλη απάτη του Χρηματιστηρίου. Αλλά ποιον πείραζε η κλεπταποδοχή; Γεμάτες ήταν και πάλι οι τσέπες μας κι ο ευγενικός κυριούλης που παρίστανε τον πρωθυπουργό –ξέρετε, εκείνος που πριν ευχαριστήσει τους Αμερικανούς είχε προτρέψει στον τζόγο το πανελλήνιο– υποδεχόταν την νέα χιλιετία σ’ ένα Α.Τ.Μ. κουνώντας μας με ανυπόκριτο καμάρι τα πρώτα euro. Η Ελλάδα έμπαινε στην νέα χιλιετία ανεμίζοντας την ευρωδίαιτη και δανειοδίαιτη αυτοπεποίθησή της. Γεμίσαμε τζιπ, παραθεριστικές κατοικίες και βάλαμε πλώρη για το ολυμπιακών διαστάσεων έγκλημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ήμασταν πια πρωταθλητές. Και πύλη εισόδου για τον Δυτικό κόσμο, που με εξαιρετική επιτυχία εμπορεύεται την απελπισία που δημιουργούν οι επιλογές του στον τρίτο κόσμο. Γι’ αυτό και παραβλέπαμε τις δικές μας τριτοκοσμικές επιδόσεις στα πάντα, καμαρώνοντας τους ζάπλουτους εργολάβους, που γίνονταν χορηγοί στα μέγαρα της αρχοντοχωριατιάς μας. Δεν πάνε και πολλά χρόνια που η χώρα –μπαίγνιο ήδη των γειτόνων της– καμάρωνε, εκτός από την συμμετοχή της στην Γιουροβίζιον, για την συμμετοχή της στους ισχυρούς της Ευρώπης. Κι επειδή δεν είμεθα, κατά βάθος, τόσο πανύβλακες, καλοξέραμε ότι αυτό ήταν ψέμα αλλά μας ανάπαυε η αδικαιολόγητη προσδοκία ότι η φούσκα θα σκάσει στα χέρια κάποιων άλλων. Πράγματι. Η «Ρικομέξ» πλάκωσε τους γείτονες, στο «Σάμινα» πνίγηκαν κάτι γνωστοί μας και η φλεγόμενη Ηλεία ήταν μακριά από την λεβεντογέννα Μύκονο, στην οποία λιάζονταν η ανεμελιά μας. Θέλω να πω ότι οι προειδοποιητικές εκρήξεις είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, αλλά εμείς θεόκουφοι, νομίζαμε ότι το πάρτι ποτέ δεν θα τελείωνε, όπως κι ο λογαριασμός ποτέ δεν θα μας ερχόταν.
Το πάρτι, πράγματι, τελείωσε όταν ήρθαν οι διεθνούς επιπέδου μετρ και μας είπαν ότι η Ελλάδα έχει χρεωκοπήσει, τα χρέη της δεν παραγράφονται κι εμείς, αναπολόγητοι αλλά καταδικασμένοι, ξεμείναμε στις εσχατιές της Βαλκανικής να ψευτοζούμε καταρρεύσεις, πληρώνοντας τα πανωτόκια του γλεντοκοπήματος, που μόνο ρεφενέ δεν ήταν.
Στην πραγματικότητα της οικονομικής μας χρεωκοπίας προηγήθηκε μια άλλη, που πέρασε, σχεδόν, απαρατήρητη: η πολιτική μας χρεωκοπία. Κι εδώ τα πράγματα μπερδεύονται, διότι όλοι, ανομολόγητα και πάλι, γνωρίζουμε ότι όσο κι αν κουρευτεί το δημόσιο χρέος, το πολιτικό μας έλλειμμα παραμένει ακέριο κι όσο αυτό παραμένει ακέριο θα παράγει και θ’ αναπαράγει χασούρα σε όλα τα επίπεδα. Η χώρα μας έχει ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόβλημα, διότι η δανεική και δανειοδίαιτη Δημοκρατία μας ήταν εξ αρχής υποθηκευμένη –θυμηθείτε τα ονόματα των πρώτων κομματικών σχηματισμών του «ελεύθερου» κρατικού μας βίου. Το Αγγλικόν, το Γαλλικόν και το Ρωσικόν, όσα ονόματα κι αν άλλαξαν έκτοτε, παρέμειναν με συνέπεια αυτό που εξ αρχής ήσαν: μηχανισμοί πρακτόρευσης αλλοδαπών συμφερόντων με τους εδώ διεκπεραιωτές τους να παριστάνουν το πολιτικό προσωπικό.
Η «Δημοκρατία» μας στηρίχθηκε και στηρίζεται στα πήλινα ποδάρια μιας χυδαίας κομματοκρατίας που διασύρει την Πολιτική διακονώντας με το αζημίωτο συνασπισμένα ιδιωτικά συμφέροντα. Κι αυτό το πελατειακό αλισβερίσι γινόταν και γίνεται στο όνομα της πατρίδας και του πατριωτισμού πάντοτε!
Στο όνομα αυτού του πατριωτισμού σήμερα καλούμαστε να σκύψουμε τις κεφαλές μας –όχι από ντροπή για όσα ανεχθήκαμε– αλλά από υποταγή και με αδιάντροπα ομολογημένη την φιλοδοξία να ξαναβγούμε στο κλαρί των «Αγορών» –αυτές είναι πλέον τα εικονίσματα του νεοελληνισμού!
Λυπούμαστε που γινόμαστε δυσάρεστοι θυμίζοντας οικεία κακά. Ασφαλώς θα ήταν, εκτός από πιο εύκολο, και πιο ευχάριστο να σας κλείσουμε το μάτι και να σας καθησυχάσουμε με την χρόνια μεταφυσική αυταπάτη ότι, εντέλει, «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Ευχάριστο θα ήταν. Τίμιο όμως δεν θα ήταν.
Κι είναι μεγάλη η ατιμία αυτών που το διαπράττουν. Αυτών που μονίμως παραλαμβάνουν άλλοτε χάος κι άλλοτε καμένη γη, υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες, όχι για να μην μας κακοκαρδίσουν –δεν είναι δα αυτή η έγνοια τους– αλλά για να μας εξαπατήσουν. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι σε όλους μας ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι που κατόρθωσαν το ναυάγιο της Μεταπολίτευσης είναι ολότελα ακατάλληλοι –τουλάχιστον για ναυαγοσώστες. Δυστυχώς όμως δεν είναι, γι’ αυτό και πολλοί συντηρούν την αδικαιολόγητη ελπίδα ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί που λειτούργησαν ως κατ’ επάγγελμα κλέφτες κι εκμαυλιστές, είναι αυτοί που θα μας ξελασπώσουν! Δεν είναι η πρώτη φορά που η έσχατη πλάνη είναι χειρότερη της πρώτης αλλά ας είναι η τελευταία που, έστω, την συζητάμε.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι, προφανέστατα, υποτελές. Βρίσκεται υπό ξεκάθαρη ομηρία και κηδεμονία, όσων μερίμνησαν να υπάρξουν ή να διασωθούν διά της εθελούσιας στοίχισής τους στις προτεραιότητες του χρηματοπιστωτικού ολοκληρωτισμού.
Δεν πιστεύουμε ότι μια υποτελής πολιτική τάξη μπορεί να εργαστεί για την συλλογική αξιοπρέπεια, ανεξαρτησία και προκοπή. Και η χώρα μας δεν έχει απλώς ένα υποτελές πολιτικό προσωπικό αλλά είναι μια παντελώς εξαρτημένη χώρα. Γι’ αυτό και τα νταηλίκια των άμωμων «πατριωτών», αυτών που εσχάτως ξιφουλκούν εναντίον των πολιτικών «προδοτών», τα ακούμε κάπως βερεσέ.
Τις δικές μας ολιγωρίες δεν χρειάζεται να τις φορτώνουμε στην καμπούρα των διπλανών μας. Ακόμα κι όταν τους διπλανούς μας τους στεγάζουμε στην αοριστολογία του «πολιτικού συστήματος», που ευθύνεται για τα πάντα, κάνοντάς τα πάντα ερήμην μας.
Αυτή η συγκαλυμμένη δουλοπαροικία που υφιστάμεθα, δεν θα είχε κατορθωθεί χωρίς την συναίνεση ή έστω την ανοχή μας. Κι εδώ είναι οι στενάχωρες ευθύνες των πολιτών, που ακόμα κι όταν δεν γίνονται πελάτες της χυδαίας κομματοκρατίας, γίνονται θεατές της. Σας θυμίζουμε ότι η χώρα έχει 2.500.000 αυθαίρετα! Να μας συγχωρείτε αλλά όλα αυτά τα κτίσματα δεν έγιναν για να στεγάσουν οι φαμελίτες τα παιδιά τους. Έγιναν για να στεγάσουν την ματαιόδοξη απληστία αυτών που τα οικοδόμησαν. Αυτών που μέτρησαν την καταξίωσή τους με κυβικά μπετόν και πισίνες!
Το αποτέλεσμα είναι ότι οικοδομήσαμε μια αυθαίρετη χώρα κι επί δεκαετίες κουβεντιάζουμε –ακόμη και τώρα!– πώς θα… νομιμοποιηθούν –και πώς θα φορολογηθούν– αυτές οι παρανομίες. Και δεν είναι μόνο η έκταση της εκτεταμένης παρανομίας που πρέπει να μας σκανδαλίσει. Είναι η ευκολία με την οποία συνέργησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην εξαγορά τους. Το ανυπόληπτο κράτος έκανε πως δεν έβλεπε τις μικροπαρανομίες, μοίραζε μικροκομπίνες δεξιά κι αριστερά, καθιστώντας συνένοχο, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Μην δυσφορείτε. Δεν είναι αυτομαστίγωμα η ανάληψη ευθυνών, πράξη μετανοίας είναι, που όταν είναι ειλικρινής, απελευθερώνει.
Μας κακοκαρδίζει η οχληρή υπενθύμιση του Θ. Πάγκαλου ότι «μαζί τα φάγαμε» άλλα κάπως έτσι δεν είναι; Εντάξει, με τα ξένα κόλλυβα είναι όλοι γενναιόδωροι, κι ο Θ. Πάγκαλος έπιασε στασίδι από νωρίς στο εθνικό μας μνημόσυνο. Τώρα που λιγόστεψαν τα κόλλυβα, χολωμένος κι αυτός μας εγκαλεί γιατί γίναμε ομοτράπεζοί του! «Μα αυτός άσκησε εξουσία. Δεν είναι το ίδιο με εμάς» ενίστανται οι πρώην πολιτικοί του φίλοι. Κι έχουν δίκιο στην ένστασή τους, διότι το ψάρι βρωμάει πάντοτε από το κεφάλι, μόνο που λησμονούν πως η κεφαλή δεν είναι ποτέ –μα ποτέ– ασώματος.
Εμείς είμαστε το σώμα της. Το αγανακτισμένο –σήμερα– σώμα της. Αλλά ακόμη και τώρα η αγανάκτησή μας εξαντλείται στην αποκατάσταση της βολής μας ή στον περιορισμό του ατομικού μας ξεβολέματος. Να μην μειωθούν οι κοινωνικές παροχές αλλά να παίρνουμε σύνταξη στα στητά 50 κι άλλοι στα λυγισμένα 70! Ε, δεν γίνεται. Κι αν γίνεται γίνεται σε βάρος όσων έχουν ήδη λυγίσει. Δεν είναι ζητήματα ταξικής αλληλεγγύης αυτά αλλά κοινής λογικής. Δεν μπορεί η εγκυμονούσα του δημοσίου να παίρνει άδεια τοκετού δύο χρόνια, γιατί την άδεια αυτή την πληρώνει η εργαζόμενη του ιδιωτικού τομέα, που για την δική της εγκυμοσύνη παίρνει με το ζόρι τέσσερις μήνες. Εκτός κι αν πιστεύουμε ότι η πρώτη γεννοβολά παιδιά κι η δεύτερη κουνέλια. Παρανυχίδες όλα ετούτα αλλά εξ’ όνυχος τον λέοντα δεν λένε; Από τον αυλόγυρό μας ας ξεκινήσουμε και μετά ας βγούμε και στην δημοσιά.
Όλα ετούτα, όπως καταλαβαίνετε, και πολλά περισσότερα που όλοι μας μπορούμε να προσθέσουμε, δεν είναι παρά απλά ή σύνθετα συμπτώματα, κι όχι η αιτία της παρατεταμένης κρίσης. Η βασικότερη αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας είναι, κατά την κρίση μας, η χρόνια αποξένωσή μας από τον εαυτό μας, η χρόνια κρίση ταυτότητας δηλαδή. Και δεν είναι καθόλου θεωρητικό αυτό το ζήτημα. Παραμένει ζητούμενο σε εκκρεμότητα ο μπούσουλας. Ποιοι είμαστε, πού πάμε και πού θέλουμε να φθάσουμε. Δεν γίνεται τα παριστάνουμε ταυτοχρόνως τον μακρινό γεννήτορα της Δύσης και τον επιμελή μαθητή της! Ή θα κάνουμε αποδοχή της κληρονομιάς μας ή θα βγάζουμε στο σφυρί κάτι που στην πραγματικότητα δεν μας ανήκει. Και τα δυο μαζί δεν γίνονται, όσους τίτλους νομιμότητας κι αν παραχαράσσουμε. Το δοκιμάσαμε για δεκαετίες αυτό, επιλέγοντας μεταξύ του κακού και του χειρότερου, κρύβοντας την γύμνια μας μ’ ετερόκλητα μπαλώματα και βαρώντας το σαμάρι, μήπως και κάποτε ακούσει το γομάρι.
Σας βεβαιώνουμε πως ποτέ το γομάρι –και μάλιστα το ξεσαμάρωτο γομάρι– δεν ακούει επειδή εμείς βαράμε το σαμάρι. Το Δ.Ν.Τ. όμως δεν ήρθε μοναχό του. Εμείς το καλέσαμε. Και δεν χρειαζόταν να έρθει για να μάθουμε ούτε για τους μαϊμού ανάπηρους με τις ακέριες συντάξεις ούτε για το πολυπληθές αλλά αναποτελεσματικό δημόσιο ούτε για τις πλασματικές συνταγογραφήσεις ούτε για τίποτε. Τα καλοξέραμε από μόνοι μας όλα ετούτα αλλά τα σαρώναμε κάτω από την μοκέτα.
Ο εχθρός δηλαδή ήταν και είναι εντός των τειχών και η πύλη ανοίχθηκε από μέσα. Γι’ αυτό και είναι περισσή αφέλεια να πιστεύουμε ότι το κακό που βρήκε τον γείτονα δεν θα περάσει το κατώφλι μας. Αλλά για να σας πούμε την κατάμαυρη αλήθεια, δεν βλέπουμε να μας κόφτει και πολύ που το κατώφλι του γείτονα γίνεται στάχτη και μπούρμπερη.
Με όλες τις πρόσφατες επιδόσεις μας δεν είναι να αισιοδοξεί κανείς για όσα θα μπορέσουμε να καταφέρουμε αλλά, τουλάχιστον, ας έχουμε στα άξια ή ανάξια χέρια μας τις ζωές μας, που κάποιοι τις ταυτίζουμε και με την αξιοπρέπειά μας. Κι επιπλέον νομίζουμε ότι το βάρος αυτής της επιλογής το χρωστούμε και σε άλλους, πέραν των εαυτών μας. Διαφορετικά, με όχημα τον κυβερνητικό ή και τον αντιπολιτευόμενο λαϊκισμό, δεν πρόκειται ούτε μακριά να πάμε ούτε να μακροημερεύσουμε. Βεβαίως για λίγο θα «κερδίζουμε χρόνο», αλλά, παρά τις καθυστερήσεις και τους λεονταρισμούς μας, θα βουλιάξουμε απαξιωμένοι κι ατιμασμένοι στα βαλτόνερα της επιβίωσης, χωρίς προοπτική, χωρίς όραμα και χωρίς αξίες. Δεν είναι κινδυνολογίες όλα αυτά, ούτε προβλέψεις. Είναι η πραγματικότητα την οποία καθημερινά ψηλαφούμε, όταν δεν μας καταχεριάζει από μόνη της.
Αφού όμως τα εκφυλιστικά φαινόμενα περισσεύουν, δεν θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε τα αντισώματα; Μα υπάρχουν τέτοια θ’ αναρωτηθεί ο δύσπιστος ή απλώς αποκαρδιωμένος. Υπάρχουν, κι όσοι τα περιθάλπουν έχουν χρέος να τα μαρτυρήσουν. Έχουν χρέος να μαρτυρήσουν ότι, σε πείσμα της περιρρέουσας παρακμής, υπάρχουν οι θύλακες της άλλης Ελλάδας, αυτής που περιφρόνησε τα τσαλίμια της νεωτερικότητας, της Ελλάδας που αγωνίζεται να μην γίνει κιμάς στην κρεατομηχανή του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού, αυτής που δεν μασκαρεύτηκε με την λεοντή του κανενός εκσυγχρονισμού.
Όσοι την ξέρουμε αυτή την Ελλάδα, έχουμε χρέος να την ομολογήσουμε. Κι όσοι δεν την ξέρουμε, έχουμε χρέος να την γνωρίσουμε. Μαζί της να συστρατευθούμε για να την προστατεύσουμε, για να την περιθάλψουμε, για να την διακονήσουμε, και κυρίως για να μαθητεύσουμε στο ήθος της. Κι όταν ξεσκολίσουμε, θα έχουμε καταλάβει ότι δεν της αξίζει αυτής της Ελλάδας ούτε ο πνευματικός παρασιτισμός ούτε η επαιτεία κοινοτικών πόρων. Ας επανεύρουμε την φυσιογνωμία της κι ας ανακτήσουμε τα κριτήριά της –τουλάχιστον όσοι δεν πιστεύουμε στον εύκολο ολοκληρωτισμό του «όλοι ίδιοι είναι». Κι εμείς, ακριβώς επειδή δεν πιστεύουμε στους ολοκληρωτισμούς, δεν πιστεύουμε ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί». Όχι επειδή ήμασταν όλοι χορτάτοι ή ακατάδεχτοι αλλά επειδή κάποιοι επιλέγουμε να μην λερώσουμε το ψωμί μας.
Την δική μας οργή δεν την κοιλοπόνεσε το ξεβόλεμά μας. Ούτε οι τηλεοράσεις των εργολάβων. Δεν είμαστε μιαν ακόμη χειρονομία διαμαρτυρίας. Είμαστε μια χειρονομία ευθύνης, δηλαδή έμπρακτης μαρτυρίας. Πράξης για την ανάκτηση, την ανάδειξη και να την υπεράσπιση του πλούτου των μικρών μας πατρίδων.
Κάποιοι δεν καταδέχονται να βρομίσουν τα χέρια τους κι ας ανέχονται να βρομίζουν τις ζωές τους.
Εμείς βρομίζουμε τα χέρια μας αλλά δεν ανεχόμαστε να βρομίζουν τις ζωές μας.
Leave a Reply