Ο Πόντος στην Ελληνική μυθολογία ήταν υιός της Γαίας θεός της θάλασσας. Ανήκε στους Πρωτόγενους και υπήρξε πατέρας των περισσοτέρων θαλάσσιων θεοτήτων συμπεριλαμβανομένων του Νηρέα, του Φόρκεως και της Κητούς. Αργότερα στην κλασσική αρχαιότητα επισκιάστηκε από άλλες θεότητες όπως ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη. (Ησίοδος “Θεογονία” – Εύμελος ο Κορίνθιος “Τιτανομαχία” – Απολλόδωρος “Βιβλιοθήκη”).
“Εδώ ακόμα δρουν Πόντιοι αυτονομιστές πού θέλουν να μας πάρουν τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και να αναστήσουν το αρχαίο κράτος του Πόντου, το οποίο πέθανε πριν από 600 χρόνια.“
Καμπίτ Καμίν Μπέης, Διοικητής 3ης Μεραρχίας
Το υπερήφανο πνεύμα των Ποντίων και η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση ενός ηρωικού έπους το οποίο διήρκεσε από το 1914 μέχρι το 1923. Στην δεκαετή αυτή περίοδο 25.000 περίπου Πόντιοι αντάρτες σκαρφάλωσαν στις απόρθητες κορυφές των βουνοκορφών του Πόντου για να επιβιώσουν από το πρόγραμμα της γενοκτονίας πού είχαν σχεδιάσει αρχικά οι νεότουρκοι Τζεμάλ, Εβρέν και Ταλαάτ και στη συνέχεια ο Κεμάλ Ατατούρκ με τον Ισμετ Ινονού.
Ο Δημοσθένης Κελεκίδης καταγόταν από την Αμισό (Σαμψούντα) και από τα δεκαεπτά του χρόνια έζησε τις θηριωδίες των Τούρκων στον Πόντο. Ανέβηκε στα βουνά, πολέμησε, υπέφερε, έσωσε γυναικόπαιδα από βέβαιο θάνατο και κατάφερε να επιζήσει. Κατέγραψε τις προσωπικές του μαρτυρίες στο βιβλίο του “Τό Αντάρτικο του Πόντου“, όπου περιγράφει την υπέροχη ζωή πού έζησε στα παιδικά του χρόνια στα εύφορα εδάφη του Πόντου και τό παράπονο του για την μετέπειτα εξόντωση όλων των συγγενών του και φίλων καθώς και για τήν ολοσχερή καταστροφή των σπιτιών και των χωραφιών τους.
«Τα ελληνικά χωριά συνήθως ήταν ξεχωριστά από τα τούρκικα. Σε όλη την περιφέρεια Πάφρα, Αλάτσα και Αμισό αριθμούσαν γύρω στα 1000 – 1200 χωριά. Ήταν χωριά πλούσια με πολλά στρέμματα γής, με μεγάλη κτηνοτροφία, με χιλιάδες καρποφόρα δέντρα. Ο πληθυσμός ήταν γύρω στις 400 – 500 χιλιάδες, από αυτούς ζήτημα αν έχουν διασωθεί 90 – 100 χιλιάδες. Όλα αυτά είχαν γίνει σταχτή, τα κάψαν οι Τούρκοι. Εμείς πού είχαμε μείνει ήμασταν γύρω στα 10.000 τουφέκια και είχαμε αποφασίσει πια να πεθάνουμε πολεμώντας. Κατορθώσαμε και επιβιώσαμε το 10% από όσους τραβηχτήκαμε στα βουνά………..οι άλλοι χάθηκαν…
Ένας Τούρκος στρατιώτης έριχνε χίλιες σφαίρες και δεν μπορούσε να σκοτώσει ούτε ένα αντάρτη, αντίθετα ο αντάρτης άμα έριχνε μια σφαίρα έπρεπε να σκοτώσει έναν Τούρκο, γι’ αυτό πάντα οι Τούρκοι ήταν σε μειονεκτική θέση. Επί πέντε έξι μέρες κάναμε ελιγμούς, μια ήμασταν μπροστά τους, μια στα πλευρά τους και μια από πίσω τους. Κι έτσι μέσα στα δάση τούς εξαντλούσαμε. Εμείς ήμασταν εμπειροπόλεμοι, μαθημένοι στις κακουχίες, γνωρίζαμε τα εδάφη, όλα τα μονοπάτια τα γνωρίζαμε και κάναμε ελιγμούς αστραπιαία…
Ο τουρκικός στρατός έκαιγε χωριά και για να δοκιμάζουν πραγματική χαρά μάζευαν γυναικόπαιδα και άντρες, τούς βάζανε μέσα στις εκκλησιές και στα σχολεία και τούς έκαιγαν ζωντανούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι κατόρθωσαν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου. Τριακόσια πενήντα με τετρακόσια χωριά πού κάποτε άνθιζαν, πού οι κάτοικοί τους ευημερούσαν και είχαν την αγάπην προς τον Θεόν, προς τη δουλειά και προς τον πλησίον, έφταναν να είναι ακόλαστοι, γιατί δεν είχαν πού την κεφαλήν κλείναι.
Όσοι κατόρθωναν, από γυναίκες και παιδία και είχαν την δύναμη και το σθένος να συμμερισθούν τον αγώνα των αντρών τους, πήγαιναν μαζί τους. Και έτσι αρχίνησε ο κάθε καπετάνιος να σκέπτεται όχι μόνο τα παλληκάρια του, αλλά και τα παιδιά και τις γυναίκες. Αυτός πλέον ήταν ο νοικοκύρης για τα τριακόσια άτομα πού ήταν στα χέρια του.»
Η μεγάλη τραγωδία ήταν ότι οι αντάρτες έπρεπε να υπερασπίζονται γέρους και γυναικόπαιδα πού τούς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η έλλειψη τροφής, το κρύο, οι αρρώστιες και η κούραση γίνονται δυσβάστακτα όταν πρέπει να φροντίσεις ανυπεράσπιστους ανθρώπους.
«Μέσα στην πολιτεία η φυλή μας περνούσε την πιο δεινή εποχή. Στέλνανε τούς Ρωμιούς στα μπουντρούμια, στις φυλακές. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού και του βουνού, χωρίς να φταίνε σε τίποτα, ζούσαν πίσω από της φυλακής τα σίδερα. Και το χειρότερο: είχαν στήσει κρεμάλες στο μεϊντάνι πού ήταν το ρολόι της πλατείας της Αμισού, γύρω γύρω, και κάθε βράδυ κρεμνούσαν πενήντα! Τα ξύλα ήταν καρφωμένα και τα μετρούσα, ήμουνα παιδί 14 χρονών. Ήταν πενήντα κρεμάλες. Κρεμούσαν και γυναίκες αλλά πιο πολύ άντρες, ανθρώπους αγαθούς, δίκαιους, με την παραμικρή αφορμή…
Μετρούσα και αναπολούσα στη φαντασία μου όλο αυτό το δράμα. Έλεγα να κλέψω μαζί με τούς φίλους της ηλικίας μου ή να πάω στη Ρωσία. Από την άλλη μεριά έλεγα: Πού είναι η Ελλάδα; Γιατί στο σχολείο όλο ακούμε εξυμνήσεις, εξυμνήσεις; Πού είναι οι ήρωες, δεν τα ξέρουν αυτά; Νόμιζα, ότι ήταν αθάνατοι από όσα μάς μάθαιναν οι γιαγιάδες μας. Πελοπίδας… Μολών Λαβέ… Από την άλλη μεριά έλεγα: αυτοί οι Πρόξενοι, πού αντιπροσωπεύουν τα χριστιανικά κράτη, δεν βλέπουν αυτή την κατάσταση;
Ενώ γινόταν αυτά, ο μάστοράς μου, με πήρε και πήγαμε σ’ ένα εργοστάσιο, πού εργάζονταν 3 – 4 Αρμένιοι και 3 Έλληνες. Το εργοστάσιο όμως ήταν ελληνικό και οι Αρμένιοι απουσίαζαν. Τότε μάθαμε ότι έγινε η σφαγή των Αρμενίων! Τούς σκότωσαν με μαχαίρια, με τουφέκια, έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Τούς πήγαιναν με τις βάρκες βαθειά στη θάλασσα, τούς έβαζαν πέτρες στο λαιμό και τούς έπνιγαν. Τούς έσφαζαν στο βουνό και τούς λεηλατούσαν τα σπίτια. Πολλούς από αυτούς με τη μεσολάβηση του Δεσπότη και με τη βοήθεια Ελλήνων της Αμισού, κατόρθωσαν να τούς γλυτώσουν.»
Οι Πόντιοι ζούσαν με την ελπίδα ότι όλα θα γίνονταν όπως πριν. Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου ήλπιζαν στην προστασία των χριστιανικών κρατών κυρίως της Αγγλίας και της Αμερικής. Πολλές φορές έφθαναν κολυμπώντας στα αμερικάνικα πολεμικά.
Αργότερα η ελπίδα μετατέθηκε στη Ρωσία. Τα τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τον ανατολικό Πόντο δίνοντας ανάσα ζωής στους Αρμενίους και στους Έλληνες, ενώ προμήθευαν με όπλα τούς αντάρτες. Πολλοί Πόντιοι ταξίδευαν στα μανιασμένα νερά της Μαύρης θάλασσας (KaraDeniz) γιά να προμηθευτούν όπλα για το αντάρτικο ή ακόμα για να παραμείνουν στη Ρωσία. Την περίοδο της ρωσικής κατοχής του Ανατολικού Πόντου αγγίξαμε το όνειρο της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Βαλής της Τραπεζούντας, παρέδωσε την εξουσία, όχι στους Ρώσους, αλλά στον μητροπολίτη Χρύσανθο λέγοντας του ότι “Από Έλληνες παραλάβαμε την Τραπεζούντα, και σε Έλληνες την παραδίδουμε“.
Αλλά εκείνη η επανάσταση των μπολσεβίκων σήμανε την καταδίκη της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Λένιν παίρνοντας την εξουσία απέσυρε τα ρωσικά στρατεύματα από τον ανατολικό Πόντο, στράφηκε κατά των Ελλήνων και υποστήριξε με όλα τα μέσα τον Κεμάλ. Οι κομμουνιστές παρέδιδαν πλέον όσους Ποντίους ζητούσαν βοήθεια στους Τούρκους και οι Πόντιοι έχασαν κάθε υλική βοήθεια πού τούς παρείχε παλαιότερα το τσαρικό καθεστώς. Νέα απόγνωση!
«Από την απέναντι πλευρά του δρόμου έρχονταν πλήθος ανθρώπων. Κακοντυμένοι με κίτρινα κουρέλια. Ήταν ρακένδυτοι, εξαντλημένοι και έμοιαζαν με πτώματα. Οι γυναίκες και τα παιδιά περπατούσαν ξυπόλητοι. Το πλήθος μόλις είδε ότι το στρατιωτικό μας απόσπασμα δεν ήταν τουρκικό, άρχισε να κλαίει πιο δυνατά και να εκλιπαρεί για βοήθεια. Η σιωπή της σοβιετικής αποστολής θα καταχωρηθεί σίγουρα στο ιστορικό μητρώο ως ένοχη σιωπή.»
Από τις σημειώσεις του σοβιετικού στρατηγού Φρούντζε.
Τότε η ελπίδα μετατέθηκε στον ελληνικό στρατό πού προχωρούσε ελευθερωτής στα χώματα της Μικράς Ασίας. Κατ’ εμέ ο Βενιζέλος δεν βοήθησε καθόλου τούς Ποντίους στο δράμα που περνούσαν, ιδιαίτερα το 1919 πού ο ελληνικός στρατός ήταν πανίσχυρος. Ο Βενιζέλος, θα μπορούσε να βοηθήσει αν όχι σε άντρες, τουλάχιστον σε χρυσό και πολεμοφόδια. Όλες οι εκθέσεις από τον έφεδρο υπολοχαγό Χρυσόστομο Καραΐσκο, πού εστάλησαν στην κυβέρνηση των Αθηνών έπεσαν στο κενό. Οι Πόντιοι αφέθηκαν πάλι στη μοίρα τους και όταν συνετρίβη ο ελληνικός στρατός, οι αντάρτες του Πόντου ήρθαν σε νέα απόγνωση. Αλλά ποτέ δεν παράτησαν τα όπλα. Συνέχισαν να πολεμούν μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Βγαίνοντας από την Αμισό, οι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν ήθελαν να μας δώσουν ένα γερό μάθημα. Ο Τοπάλ Οσμάν, ήθελε να κάνει ένα περίπατο μέχρι τα βουνά μας, γιατί σαν έναν περίπατο λογάριαζε την σύγκρουση μαζί μας, σε τέτοιο βαθμό δεν μάς έδινε σημασία. Οι άνθρωποι του Οσμάν ενώ ζύγωναν στα δάση μας κρατούσαν τα τουφέκια τους σαν γκλίτσες. Νόμιζαν ότι θα αντιμετωπίσουν γυναικόπαιδα. Με τη μακροχρόνια πείρα μας, με τις ματιές πού τούς ρίχναμε μέσα από τις φυλλωσιές, ζυγίζαμε την πολεμική τους ικανότητα….
Ρίχναμε αραιά αραιά και νόμιζαν πώς ήμασταν λίγοι. Κάναμε το “Δ” πού ήταν σαν μια φάκα. Εν τω μεταξύ συγκεντρώσαμε από παντού 2.000 τουφέκια, ως και από το Καράπερτσιν είχαμε ενισχύσεις. Δεν γλύτωσαν γιατί ήταν βουνά, δάση και τα αειθαλή εκείνα δέντρα πού ήταν αδύνατο να γλυτώσει κανείς. Αυτά τα υπολείμματα τού Τοπάλ Οσμάν έτσι εξοντώθηκαν. Είχανε κάνει όμως πάρα πολλά. Βάζαν τούς Χριστιανούς μέσα στις εκκλησιές και μέσα στα σχολειά και τούς καίανε ζωντανούς.»
Οι σπουδαιότεροι αρχηγοί αντάρτικων ομάδων του Πόντου ήταν οι: Βασίλ Αγάς, Αντώνιος Χατζηελευθερίου (Αντόν πασάς) με τη γυναίκα του Πελαγία, Παπαδόπουλος Αναστάσιος ή Κοτσά Αναστάς (ο Κολοκοτρώνης του Πόντου), Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς), Ιπποκράτης Δεδέογλου, Νικούν Αναστας, Ταστσόγλου Σάββας, Ασλανίδης Σάββας, Μεγαλομύσταξ Γεώργιος, Τσακίρ Αγάς, Καρά Ηλίας, Αλέκος Τερλόγλου, Νικόλας, Παπαδόπουλος Σωκράτης, Αντόν, Καλλίνικος, καπεταν Ευκλείδης Κουρτίδης, Χαράλαμπος Λαζαρίδης, Ταγκάλ Γιώργης Παπάζογλου, Αντίκ Γιώργης, Ατές Κωνσταντίν, Αράπογλου Αναστασιος, Μιχάλ Αγάς, Ιωαννίδης Ευάγγελος (Ελβάν Μπέης), Γουτζόγλου Μιχαήλ, Σταυρίδης Συμεών, Κυριλίδης Λάζαρος (Λαζάραγας), Καρυπίδης Ευσταθιος, Αμοιράς Χαράλαμπος (Κούρτος), καπεταν Ισαάκ Αγά, Λεφτέρ Χοτζά, Μελίκ Αγάς, Τσαουσίδης Παύλος (Παυλή Αγάς), Σαββίδης Περικλής, κ.ά.
«… Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωναν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.
“Υπάρχει και άλλη λύση”, φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. “Θα παραδώσουμε τα πτώματα μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα.”
Κοιτάζονται τα παλληκάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη. “Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς κι εσύ”.
Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. “Για την πίστη και την πατρίδα μας”, φωνάζει ο καπετάνιος. Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής πέφτει. Ύστερα κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά. Τα κοιτάζει στα μάτια και τούς ρίχνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ρίχνει συνέχεια. Και όταν οι Τούρκοι μπαίνουν στην σπηλιά κοιτάζει κατάματα την κάννη του περιστρόφου και πυροβολεί…»
Αχιλλέας Ανθεμίδης – Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-1924
Στα βουνά της Πάφρας έδρασε ο οπλαρχηγός Αντόν Πασάς με την σύντροφό του Πελαγία. Ήταν και οι δύο άριστοι σκοπευτές και ατρόμητοι πολεμιστές. Τα κατορθώματα τους τραγουδήθηκαν σε ολόκληρο τον Πόντο. Τα αντάρτικα τραγούδια ήταν συνήθως στην τούρκικη, γιατί και οι Πόντιοι της περιοχής όπου έδρασε το αντάρτικο, ήταν τουρκόφωνοι. Η Ορθοδοξία μας όμως ήταν αυτή πού κράτησε άσβεστη την εθνική τους συνείδηση και πολέμησαν σαν λιοντάρια τούς βάρβαρους μουσουλμάνους κατακτητές.
Ο Αντόν πασά με τη φήμη του αήττητου, το 1916 ανακηρύχθηκε στην Τραπεζούντα Γενικός Αρχηγός των Ανταρτικών Ομάδων του Δυτικού Πόντου. Οι τσαρικοί της Ρωσίας τον προμήθευαν όπλα και συχνά πυκνά κατέβαινε στις παραλίες για να τα παραλάβει. Το 1917 με 400 αντάρτες περικύκλωσε την κωμόπολη Τσιντίκ και απείλησε το νομάρχη Αμάσειας με άμεση πυρπόληση της πόλης, προκειμένου να απελευθερώσει τη γυναίκα του Πελαγία, κάτι πού επετεύχθη. Στη μάχη του Παλίκ Κιολί ταπείνωσε ολόκληρα συντάγματα του τουρκικού στρατού. Η πιο σκληρή μάχη του Αντόν πασά δόθηκε όταν οι τούρκικες αρχές βάζοντας πείσμα να τον εξοντώσουν, αποφάσισαν να τον χτυπήσουν μέσα στο ίδιο του το λημέρι. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη τώρα, γιατί οι Τούρκοι χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές κι ο Αντόν πασάς έβλεπε ότι είναι κυκλωμένος. Η μάχη κράτησε πολλές μέρες και στο τέλος οι Τούρκοι μη μπορώντας ν’ αντέξουν περισσότερο στην ορμή των παλληκαριών του Αντόν πασά, τα παράτησαν και έφυγαν ντροπιασμένοι, δίνοντας του μια ακόμα μεγάλη νίκη.
Οι Τούρκοι όταν δεν τα καταφέρνουν με τα όπλα καταφεύγουν στην μπαμπεσιά. Μέσω του Δεσπότη Γερμανού Καραβαγγέλη του πρότειναν αμνηστία και παράδοση. Ο Αντόν πασάς πού γνώριζε από τουρκική μπέσα, αρνήθηκε την αμνηστία με αποτέλεσμα να επικηρυχθεί με το ποσό των 50.000 χρυσών λιρών. Το αποτέλεσμα το έχουμε ζήσει άπειρες φορές στην ελληνική ιστορία. Προδότες, έπειτα από ενέδρα, σκότωσαν τον ήρωα οπλαρχηγό, έκοψαν το κεφάλι του και το παρέδωσαν στους Τούρκους οι οποίοι ουδέποτε τούς έδωσαν την αμοιβή.
Το 1921, ο Λιβά Τζεμίλ Τζαβήτ πασάς υποσχέθηκε στον Κεμάλ ότι θα κόψει τη ρίζα των γκιαούρηδων από τα τουρκικά βουνά. Με προσωπική εντολή του Κεμάλ οργάνωσε ισχυρό τουρκικό στρατό για να εξοντώσει πλήρως όχι μόνο τις αντάρτικες ομάδες αλλά και τα γυναικόπαιδα του Πόντου. Και όμως οι Πόντιοι αντάρτες, με φτωχό οπλισμό, δεδομένου ότι οι Ρώσοι μπολσεβίκοι υποστήριζαν τον Κεμάλ, αντιμετώπισαν επιτυχώς και αυτόν τον αιμοσταγή στρατηγό. Θεριό ήταν απ’ το κακό του ο Λιβά πασάς για τις αποτυχίες του, γιατί στο κάτω κάτω δεν πολεμούσε με τον τακτικό ελληνικό στρατό, αλλά με μερικές φούχτες γκιαούρηδων, που όχι μονάχα τολμούσαν να του αντιστέκονται, αλλά και τον νικούσαν.
Ισχυρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Τσαρσαμπά, αρχαία Θεμίσκυρα, βασίλειο των Αμαζόνων. Ακολουθούν αφηγήσεις των πολεμιστών Σάββα Ασλανίδη και Παύλου Τσαουσίδη:
«Ο Λιβά πασάς επέδραμε και πάλιν εναντίον του μετώπου του Τσοπού Δερεσί. Περί τους 500 πολεμισταί μας έσπευσαν εις βοήθειαν υπό τους αρχηγούς Γιώργον Τσακίρην και Δελή Σωκράτην, επίσης έφθασαν οι καπεταναίοι Αναστασης Καριπίδης, Μαυροκώστας και Ευστάθιος. Η μάχη ήτο φοβερά. Εκ τεσσάρων σημείων επετίθεντο οι Τούρκοι. Ο Λιβά πασάς επωφεληθείς μιας φιλονικίας μεταξύ των αρχηγών Τσακίρη και Δελή Σωκράτη, οι οποίοι εγκατέλειψαν την μάχην, ηχμαλώτισε πολλούς εκ των ημετέρων, τους οποίους έσφαξε ανηλεώς. Πλείστα γυναικόπαιδα έπεσαν εις χείρας του αιμοβόρου Τούρκου στρατηγού, εκ των οποίων τας μεν παρθένους και τας γυναίκας ητίμασαν αι ορδαί του και εξώρισαν κατόπιν εις Χαρπούτ, φονεύοντες καθ’ οδόν τας αποκαμούσας, τους δε άνδρας κατεκρεούργησαν αγρίως. Τους λοιπούς κατωρθώσαμεν να διασώσωμεν την νύκτα διελθόντες τη βοηθεία και άλλων ανταρτών του Μπογαλίκ, τον ποταμόν Ίριν. Πολλοί όμως κατά την διάβασιν του ποταμού επνίγησαν. Οι μισοί εξ αυτών φοβηθέντες το ρεύμα του ποταμού, το οποίον ήτο τότε ορμητικόν, εστράφησαν προς το όρος Ακ Νταγ όπου, ένεκα του δριμύτατου χειμώνος, υπέφεραν τα πάνδεινα. Συλληφθέντες μετά τινας ημέρας υπό των Κεμαλικών ορδών κατεσφάγησαν αγρίως.
Ο στρατηγός Τζαβήτ πασάς άγων ολόκληρον σύνταγμα, προέβη εις τακτικήν πολιορκίαν του Δαζλή. Με το στρατό του, συνέπραττον όλοι οι άτακτοι Τούρκοι των περιφερειών Έρπαα, Αμασείας, Τοκάτης και Νεοκαισαρείας. Κιρκάσιοι φίλοι μας, που μας ειδοποίησαν περί της αφίξεως του φιρκά κουμανταντί, ανέβαζαν την δύναμίν του εις 10.000 άνδρες, στρατού και ατακτων. Ο αρχηγός μας καπεταν Γιώργης Μεγαλομύστακας εζήτησε την βοήθεια του διασήμου οπλαρχηγού Αναστάση Παπαδοπούλου.
Μόλις πήρε το μήνυμα ο αρχηγός μας, έστειλε παρευθύς αγγελιοφόρους σε όλες τις ομάδες και μέσα σε λίγες ώρες έγινε η συγκέντρωση περίπου 200 οπλιτών και άλλων τόσων αόπλων, που πάντα τους έπαιρνε μαζί για βοηθητικούς και για να δείχνουν όγκο. Επικεφαλής της δύναμης μπήκε και πάλιν ο ίδιος ο Κοτσαά Αναστας, όπως και οι υπαρχηγοί Θεόφιλος Χατζηπουλίδης, Μιχαήλ Κιουρτσόγλου, Μελέτιος Παϊραχταρίδης, Αναστάσης Μεγαλομμάτης κι εγώ ο Παύλος Τσαουσίδης. Σουρούπωμα ξεκινήσαμε και περπατώντας όλη τη νύχτα φτάσαμε τα χαράματα στο Ταζλί Τερεσί, πιάσαμε θέσεις σ’ ένα μέρος του βουνού και ειδοποιήσαμε τον καπεταν Γιώργη αγά για την άφιξή μας.
Στο μεταξύ ο πληθυσμός που είχε εγκαταλείψει τα καλύβια, έμενε κρυμμένος μέσα στα σπήλαια του βουνού, που βρισκόντουσαν, σε απόκρημνα μέρη, πολύ ψηλά, όπου δεν μπορούσε εύκολα να φτάσει κανείς παρά μόνο στις στιγμές εκείνες που ο άνθρωπος αποκτά υπεράνθρωπες δυνάμεις, για να σώση τη ζωή του. Όπως αργότερα διαπιστώσαμε ο στρατός κατάφερε να μπει μέσα στα καλύβια, μετά απ’ τη φυγή του πληθυσμού, τα ρήμαξε και κατάστρεψε ό,τι βρήκε, τρόφιμα, ρουχισμό κλπ. Πολύ γρήγορα, όμως, το πλήρωσε ακριβά, εφόσον αποτόλμησε να σκαρφαλώσει στα επικίνδυνα εκείνα σημεία.
Με τα πρώτα πυρά και την σύγχρονη εξόρμησή μας, οι Τούρκοι εμπροσθοφύλακες παρατήσανε τα πόστα τους και φεύγοντας έτρεχαν πανικόβλητοι να ενωθούν με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακολούθησε δεύτερη επίθεση από τις άλλες ομάδες, κι αντιλάλησαν τα βουνά απ’ τα τουφέκια μας. Οι στρατιώτες απαντούσαν στην αρχή με πολύ πυκνά πυρά επίσης, αλλά όταν είδαν ότι βάλλονται όχι από μια αλλά από τρεις πλευρές, και μη ξέροντας ποιες ήσαν οι δυνάμεις μας, άρχισαν να υποχωρούν από φόβο μήπως κυκλωθούν και μάλιστα σε μέρη τόσο επικίνδυνα όπου ήταν αδύνατο ν’ αναπτυχθούν. Το ένα μετά το άλλο άφηναν τα χαρακώματα τους μπροστά στις ορμητικές επιθέσεις των δικών μας, ως που ο Γιώργη αγάς εξορμώντας με χειροβομβίδες έβγαλε και τους τελευταίους της περιοχής του από το χαράκωμα, το Τσιν Τουζ λά λεγόμενον.
Οι απώλειες του εχθρού ήσαν μεγάλες σ’ αυτή την τριπλή επίθεσή μας, αλλά την μεγαλύτερη συμφορά την έπαθαν οι Τούρκοι στρατιώτες κυρίως στην περιοχή των καλυβιών, όπου τ’ απόκρημνα μέρη στάθηκαν ο χαμός πολλών. Γιατί ενώ οι δικοί μας ήσαν εξοικειωμένοι με το έδαφος και μάθαν να το περπατούν σαν τα ζαρκάδια, εκείνοι, ξένοι εντελώς σε τέτοιες απόκρημνες περιοχές, ταχαν χαμένα και δεν ξέραν από που να φυλαχτούν, από τα βόλια μας ή απ’ το κατρακύλισμα. Και η αλήθεια είναι ότι περισσότεροι σκοτωνόντουσαν κατρακυλώντας μέσα σε χαράδρες και γκρεμούς, παρά απ’ τα τουφέκια μας, που ωστόσο κι αυτά κάναν τη δουλειά τους.
Καθώς αργά τ’ απόγεμα είχε αρχίσει η μάχη δεν κράτησε πολλή ώρα, γρήγορα ήλθε η νύχτα κι επωφελούμενοι οι Τούρκοι έφυγαν, κι έτσι ο γενναίος πασάς που ήλθε «να κόψη τη ρίζα των γκιαούρηδων απ’ τα τούρκικα βουνά» έπαυσε να καυχιέται. Οι απώλειες των Τούρκων στην μάχη εκείνη ήσαν περίπου 100 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Εμείς μείναμε στις θέσεις μας εκείνη τη νύχτα και το πρωί σπεύσαμε προς τα σπήλαια όπου ο άμαχος πληθυσμός μας κινδύνευε να πάθη ασφυξία. Κατάχλωμοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν απ’ τους κρυψώνες τους κι απ’ την χαρά τους κλαίγαν, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν, γιατί και τούτη τη φορά τους είχαμε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.»
Γη του Πόντου – Δημήτρης Ψαθάς
Ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ Αγάς) ήταν μαθητής του Γυμνασίου Σαμψούντος όταν εκηρύχθη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Βγήκε στο αντάρτικο και πήρε το βάπτισμα του πυρός στο Αγιού Τεπέ, όπου 47 αντάρτες και 2.500 γυναικόπαιδα περικυκλώθηκαν από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες. Κατάφεραν να διαφύγουν μέσα στη νύκτα προς το Καράπερτσιν. Όλα τα ρωμαίικα χωριά πυρπολήθηκαν από τον τουρκικό στρατό και αυτό ανάγκασε την ομάδα του Δημήτρη Χαραλαμπίδη, στην οποία ανήκε ο Παντελής να κινηθεί προς τον Τσαρσαμπά. Οι απώλειες των ανταρτών ήταν 4 νεκροί – μεταξύ των οποίων ο γιός του αρχηγού Δημοσθένης – και 3 τραυματίες, ενώ των Τούρκων 119 νεκροί. Ο Παντέλ Αγάς επανήλθε στο Αγιού Τεπέ και εκεί τιμωρούσε όσες τουρκικές συμμορίες έκαναν εγκλήματα εις βάρος Ρωμιών χωρικών.
«Εκείνην ακριβώς την εποχήν πληροφορηθήκαμε πώς κάποιος ανώτερος αξιωματικός ονόματι Κεμάλ Πασάς προερχόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως μέσω Σαμσούντος επροχώρησεν προς Αγκυραν, διερχόμενος εκ των πόλεων Τοκάζ, Σεβάζ, Αμάσεια, και διακηρύττων την οργάνωσιν του τουρκικού στρατού…
Εβλέπομεν τα πράγματα συγκεχυμένα. Αδράνεια των Άγγλων. Ήδη εις την Άγκυρα εσχηματίσθη κυβέρνησις Κεμάλ Πασά με Ισμέτ Ινονού. Εν όψει όλων αυτών, με τα όπλα στο χέρι, εξακολουθούσαμεν εν μέρει τα έργα μας αναμένοντες με μίαν ελπίδα την επέμβαση των συμμάχων και δη των αγγλικών στρατευμάτων. Πλην όμως όλες οι ελπίδες απέβησαν μάταιαι, ουδεμία επέμβασις… Μετα 2 – 3 ημερες, συνελήφθησαν ο Σεβασμιώτατος Ζήλων Ευθύμιος, ο Πρωτοσύγγελος Αγιος Πλάτων Αϊβαζίδης και άλλους πρόκριτους, ιατρούς κ.λπ.
Κατά μήνα Απρίλιον, απεκλείσθη η Αμισός δι’ ισχυρών δυνάμεων στρατού και χωροφυλακής και δεν επετρέπετο η έξοδος από 15 ετών μέχρι 65. Άρχισαν από τό εσωτερικό της πόλεως, από σπίτι σε σπίτι να μαζεύουν όλους τούς άνδρες εις στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Θρήνοι, οδυρμοί και απόγνωσις επεκράτει παντού. Πανικός κυριολεκτικώς, διότι όλοι εγνώριζον ταίς θηριωδίαις των βαρβάρων Τούρκων. Μόλις εμείς οι αντάρτες εμάθαμεν τα γεγονότα ειδοποιηθήκαμεν διά συνδέσμου νά είμασθε εν επιφυλακή. Ξεκίνησαν την πρώτην αποστολή με ισχυράς δυνάμεις από τούς στρατώνες του Ελεσκιοΐ. Μόλις έφθασε ο κόσμος εις ορισμένο σημείο τούς έβαλαν με καταιγιστικά πυρά. Ενύκτωσε πλέον και εσταμάτησαν τα πυρά, μπήκαν οι αιμοβόροι στρατιώται εφ’ όπλου λόγχη μέσα στους σκοτωθέντας νά γυμνώσουν και να αποτελειώσουν τούς τραυματίας…
Κατόπιν των ανωτέρω βαρβάρων γεγονότων, αφού πλέον η κυβέρνησις Κεμάλ πασά απηλλάγη των ανδρών των πόλεων, εσκέφθησαν την εξόντωσιν των χωρίων και των ανταρτών. Για τον σκοπόν αυτόν συγκέντρωσαν εις την Σαμψούντα, Τσαρσαμπά, Πάφρα, Ερπαα ένα σώμα (ορτού) στρατού 12.000. Ίδρυσαν επίσης ανεξάρτητο τάγμα ανταρτών υπό τόν Κερασούντιον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν και τον Πίν Πασά και κατά τόν Μάΐον 1921 εισέβαλον από όλα τα σημεία κατά των χωρίων και των ανταρτών. Με την πρώτη επιδρομή πού μας έκαναν αντεσταθημεν εις τό χωρίον Τουνίκ Ανδρεάντων. Αντεσταθημεν επί δύο ημέρας χωρίς να τούς αφήσουμε να βηματίσουν. Ο εχθρός εμάχετο με κανόνια, μυδράλια, πολυβόλα και άφθονο υλικό. Εμείς δε μόνον με όπλα. Μετά δύο ημερών μάχη, βλέποντες εξάντληση του υλικού μας, μαζί με τόν Απαντζόγλου Χατζηχρήστο, Παπούλ Αγά, Ιστύλ Αγά και άλλους καπεταναίους εκάναμεν σύσκεψιν γιά αποχώρησιν…
Προηγηθέντων ως εμπροσθοφυλακή ομάς ανταρτών ξεκίνησε ο πληθυσμός με δάκρυα και με κατάρες εις τα στόματα του κόσμου, οπόταν φθάσαμεν εις τό Σαλτούχ εγκαταλείποντες τα χωρία μας. Τί να ιδείς! Ανθρωποθύελλα…….Γυναικόπαιδα πλέον των 4.000 ακολουθούντες πάντοτε τις οικογένειες των ανταρτών εκ του σύνεγγυς μήπως τούς εγκαταλείψουν οι αντάρται. Κατά τα ξημερώματα της άλλης ημέρας, τί να ιδούμε. Φωτιά εις όλα τα χωριά, καπνός κατέκτησε τον ουρανό και να μην μπορούμε με τα τηλεσκόπια να διακρίνωμε τίποτε… Ο στρατός προέβη εις λεηλασίας και εν συνεχεία φωτιά εις όλα τα χωρία, σπίτια, αποθήκες, αχυρώνες…»
Τον Ιούνιο του 1921, ο Παντέλ Αγάς βρέθηκε στην τοποθεσία Σαλτούχ αποκλεισμένος από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες και από 400 βαζιβουζούκους του Τοπάλ Οσμάν. Εκεί με τούς οπλαρχηγούς Παπούλ Αγά, Χατζηχρήστο Απατζόγλου, Καβασλή, Βασιλάκη, Ταχτατζή, Νεόφυτο Τελή αντιμετώπισε τίς πεισματικές επιθέσεις του εχθρού. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού πού προστατεύονταν από τούς αντάρτες ήταν μεγάλες, ενώ όσα γυναικόπαιδα εντοπίστηκαν από τούς Τούρκους σέ σπηλιές και κρησφύγετα μέσα στο δάσος, κατακρεουργήθηκαν.
«Εν συνεχεία μάθαμεν πως ο στρατός απεσύρθη εντελώς και άλλοι καπεταναίοι και πλήθος κόσμου κατήλθον εις τα καμένα χωριά τους διά να ιδούν τί απέγιναν όσοι παρέμειναν κρυπτόμενοι. Τί να ιδούμε, όμως. Απελπισία παντού, οι φωτιές καίνε ακόμα στα σπίτια, πανικός δε εις όσους συναντήσαμεν, φόβος και τρόμος, κλάματα, κακό. Μας διηγήθηκαν τα όργια των βαρβάρων. Είχαν μαζί τους ανιχνευτικούς σκύλους και μέσα στα δασάκια ανεκάλυψαν τα κρησφύγετα του κόσμου εντός της γης. Τούς έπιαναν και αφού τούς λήστευαν, τούς ατίμαζαν. Εν τέλει με πολλά βάσανα τούς σκότωναν.
Μεταξύ των κατ’ αυτόν τον τρόπον ανακαλυφθέντων και σκοτωθέντων ήσαν αι οικογένειαι των αδελφών Απατζόγλου Χατζηχρήστου και Αθανάς Αγά, μακαρίτου Παπά Ευσταθίου, Τσερκέζογλου Μιλτιάδου και πολλών άλλων. Πολλούς δε άλλους συλληφθέντας τούς συνεκέντρωσαν εις τα σπίτια Τσάϊ Σάββα και Χατζηφώτη Σταύρου περίπου 150 άτομα και τούς κατέκαυσαν θηριωδέστατα. Ερημώθηκαν πλέον τα χωριά μας εντελώς. Τα δε ζώα και πάν ό,τι ευρέθη τα μετέφεραν ως λάφυρα. Ούτε οικήματα, ούτε ρουχισμός, ούτε τρόφιμα.»
«Τον Σεπτέμβρη του 1922 συνήλθε η συνδιάσκεψη της Λωζάννης κι αποφασίστηκε ανάμεσα στ’ άλλα η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να πάνε στην Τουρκιά κι οι Έλληνες της Τουρκιάς ν’ αφήσουν την γη τους και νάρθουν για να εγκατασταθούν οριστικά στην χώρα των αρχαίων προγόνων. Ποιοι Έλληνες, όμως; Πόσοι είχαν μείνει απ’ το μακελειό του προγραμματισμένου αφανισμού τους και που βρισκόντουσαν; Λίγοι περισώθηκαν στις πόλεις κι άλλοι, ανθρώπινα κουρέλια, κυλούσαν τις βασανισμένες μέρες τους στα βάθη της Ανατολής, απομεινάρια των καραβανιών που σπρώχτηκαν κατά δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες προς τους ατέλειωτους δρόμους του χαμού. Ήσαν μόνο εκείνοι που είχαν την «τύχη» να γλυτώσουν απ’ τη σφαγή, απ’ την αρρώστια, απ’ την πείνα, απ’ την φυλακή, απ’ την κρεμάλα, απ’ τα χίλια δυο δεινά που τους εξασφάλισε ο τούρκικος πολιτισμός με την βοήθεια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Είναι το μέρος της ελληνικής τραγωδίας που λιγότερο αναφέρεται στην σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις «τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή των πληθυσμών», όχι όμως το μικρότερο. Πίσω απ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού ελληνικού, με ιστορία 25 αιώνων που είχε δοκιμαστή στο σίδερο και την φωτιά της τούρκικης βαρβαρότητας, άνθεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τώρα ξεριζωνόταν βίαια, οριστικά και τελεσίδικα, για πάντα.
Στην αρχή το μήνυμα φάνηκε απίστευτο. Να πάνε στην Ελλάδα; Αχνό χαμόγελο χάραξε τα ρημαγμένα πρόσωπα, γιατί η Ελλάδα φεγγοβολούσε στην ψυχή τους σαν ένας τόπος μαγικός, σαν όνειρο. Πόσο, όμως, ακριβά πληρωμένο εκείνο το άγγιγμα του ονείρου!… Έπρεπε ν’ αφήσουν τα προγονικά τους χώματα, τη γη που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα αιώνων. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα της εκλογής.
Έτσι ξεσηκώθηκαν τ’ απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρινούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων, άντρες που είχαν χάσει τις γυναίκες τους, γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες, παιδιά που είχαν χάσει τις μανάδες και τους πατεράδες, χιλιάδες ορφανά, πλήθος σκελετωμένο απ’ τις κακουχίες και τα βάσανα, σκιές ανθρώπων τυραννισμένων, που ανασχηματιζόντουσαν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα για να πάρουν και πάλι με τα πόδια τους ατέλειωτους, πολυήμερους δρόμους του γυρισμού. Απ’ την Τοκάτη, απ’ το Ερζερούμ, απ’ το Ερζιγκιάν, απ’ το Διαρεβερκίρ απ’ το Χούνους, απ’ την Κασταμονή, από τα Άδανα, απ’ την Σεβάστεια, απ’ το Ικόνιο, απ’ όλα τα μακρυνά χωριά της ενδοχώρας της Τουρκιάς, από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου επιζούσαν οι σκιές των εξορίστων, κρυμμένες και χαμένες πίσω απ’ τα πανύψηλα βουνά, βλέπαν και πάλι τους τζανταρμάδες να τους ξεσηκώνουν.
Χαμένα τα σπίτια τους. Καμένα τα χωριά τους. Κλεμμένο το βιός τους. Σπαρμένα τα κόκκαλα των αγαπημένων τους στα βουνά, στις λαγκαδιές, στις στράτες, στα ποτάμια. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσουν όσοι μείναν, μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, κι άλλοι έρημοι και μόνοι. Συχνά από τους δέκα μιας οικογένειας είχε απομείνει μόνο ένας. Και όχι σπάνια, κανένας. Πολλές περιγραφές υπάρχουν για την τραγωδία της επιστροφής. Αλλά μια και παρακολουθήσαμε τους Σανταίους στους τόπους της εξορίας τους, ας δούμε την επιστροφή τους – αντιπροσωπευτική είναι η περιγραφή για ό,τι άρχισε και συνεχιζόταν εκείνη την εποχή σ’ ολόκληρο τον Πόντο.
«Τον Νοέμβρη του 1922 ειδοποίησαν οι τούρκικες αρχές τους εξόριστους ότι είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στην Τραπεζούντα ή όπου αλλού θέλουν, αρκεί να υποβάλουν δηλώσεις για τον τόπο της προτίμησής τους. Όλοι οι Σανταίοι έκαναν δηλώσεις για την Τραπεζούντα κι έτσι η επιστροφή τους έγινε ομαδική. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα της Σάντας βρισκόντουσαν στο Ερζιγκιάν, κι άλλα στο Χούνους. Αυτα είχαν τις περισσότερες περιπέτειες στον γυρισμό.
Την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν πέρασαν απ’ τα μνήματα των νεκρών τους. Τα περισσότερα ήσαν αδειανά γιατί οι λύκοι ξέθαψαν τα πτώματα. Η κάθε γυναίκα γονάτιζε στο μνήμα των αγαπημένων της νεκρών και άρχιζε τα μοιρολόγια… Επί τέλους η συνοδεία προχώρησε. Το κρύο φοβερό. Έπεφτε πυκνό χιόνι. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν και 8 αξιολύπητα παιδιά από το Ζουρνατσάντων, 8 – 10 χρόνων, που είχαν μείνει τελείως ορφανά. Μερικοί εξόριστοι απ’ το Χούνους δήλωσαν ότι είναι πατεράδες των παιδιών αυτών και έτσι τα ορφανά βρήκαν κοντά τους προστασία κι όσες φορές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα βοηθούσαν.
Μισοπεθαμένο απ’ το κρύο το πλήθος συνέχισε το πρωί την πορεία του κι ύστερα από δυο άλλες εξαντλητικές ημέρες έφτασε σ’ ένα άλλο χωριό αντίκρυ στο Χασάν Καλέ. Την άλλη μέρα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το βουνό με τις ατέλειωτες στροφές κι απ’ την κορφή του αντίκρισαν το Ερζερούμ σκεπασμένο με παχύ στρώμα χιονιού. Η χαρά τους ήταν μεγάλη γιατί ξέραν ότι εκεί θα έβλεπαν τους γνωστούς και συγγενείς τους. Πράγματι όταν κατέβηκαν στο Ερζερούμ μερικοί αντάμωσαν τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες τους. Τους περίμενε, όμως, ακόμα η σκληρότερη πορεία 15 – 20 ημερών για να φτάσουν μέχρι την Τραπεζούντα. Μια μέρα μείναν ελεύθεροι στο Ερζερούμ και την άλλη πάλι δρόμος, μεσα στα χιόνια και την παγωνιά.
Ύστερα από λίγες μέρες έφτασαν στην Βαϊβούρτη. Πέρα απ’ την Βαϊβούρτη οι χωροφύλακες αντικαταστάθηκαν με άλλους ασυνείδητους και άσπλαχνους που ζητούσαν αφορμή να βασανίσουν τους εξόριστους στον δρόμο. Ύστερα από ταλαιπωρίες 10 ημερών έφτασαν στο Τζεβιζλήκ, όπου μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα της Σάντας. Στο Τζεβιζλήκ έριξαν τους άντρες στους στρατώνες που ήσαν τελείως ακατάλληλοι για την διαμονή ανθρωπίνων υπάρξεων. Εκεί ταλαιπωρήθηκαν άλλες 5 ημέρες και τέλος κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και σκόρπισαν στα ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας».
Η ίδια αυτή εικόνα ολούθε – να σέρνονται χιλιάδες άνθρωποι προς τις παραθαλάσσιες πόλεις όπου θα ερχόντουσαν τα καράβια απ’ την Ελλάδα για να τους παραλάβουν. Κι αυτό κρατούσε επί μήνες- μέχρι και το 1924 ακόμα συνεχιζόταν το μαρτύριο γιατί ήταν να μεταφερθεί κοντά ενάμισι εκατομμύριο κόσμος σκορπισμένος σ’ όλη τη Μικρασία. Συγχρόνως απ’ την Ελλάδα φεύγαν οι Τούρκοι της ανταλλαγής με όλες τις τιμές και μ’ όλα τα συμπράγκαλά τους, δίχως να πειραχτεί τρίχα της κεφαλής τους. Φτάνοντας, όμως, πέφταν με μανία κι αυτοί επάνω στους Ρωμιούς και προ πάντων στις περιουσίες και τα σπίτια τους, απ’ όπου τους βγάζαν μ’ απειλές και με βρισιές, έτσι που ολόκληρα πλήθη βρισκόντουσαν άστεγα, στις αποβάθρες καρτερώντας.
Αλλού επικρατούσε κάποια τάξη. Αλλού πέρα για πέρα ασυδοσία του τουρκικού πληθυσμού και των τζανταρμάδων. Κερασούντιος ο παραπάνω αφηγητής, μας δίνει άλλη εικόνα της πατρίδας του, που ρήμαξε ο Τοπάλ Οσμάν κι απ’ όπου φεύγαν όσοι απόμειναν: «Όρθρου βαθέως επιβιβάζονται εκ του λιμένος της Κερασούντος αρκεταί οικογένειαι Ελλήνων. Τινάς εκ τούτων εξακολουθούν να βασανίζουν οι Τούρκοι, ζητούντες καθυστερούμενους φόρους και ερωτώντες που έχουν κρύψει τα πολύτιμα πράγματα των. Τινών αρπάζουν τα μικρά δέματα, που κρατούν οι δυστυχείς υπό μάλης. Αλλά προχωρούν και περισσότερον. Γνωστών οικογενειών ωραίες κόρες επιχειρούν να εμποδίσουν να αναχωρήσουν. Έξαλλοι αι μητέρες επιτίθενται κατά των σατύρων και αποσπούν τα τέκνα των εκ των βδελυρών χειρών των.
Έφτασε ο Οκτώβρης του 1923 κι ακόμα συνεχίζεται η επιβίβαση. Από την Τραπεζούντα ξεκινά μαζί με τους Σανταίους και ο συγγραφέας της Ιστορίας της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που περιγράφει: «Στο λιμάνι της Τραπεζούντας αγκυροβόλησε το ελληνικό υπερωκεάνειο «Ωκεανός», που πήρε όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας. Είμαστε 7- 8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Ο μεγάλος αυτός συνωστισμός δημιουργούσε πολλά ζητήματα. Είχαμε δυο αποχωρητήρια για τις χιλιάδες του κόσμου. Άλλο κακό η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός κοντά στη βρύση, επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες… Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού βλέπαμε απ’ το κατάστρωμα τα παράλια της Μικρασίας που αφήναμε… Ύστερα φτάσαμε στο Βόσπορο… Το βαπόρι μπήκε στον όρμο τα Καβάκια κι ύστερα από μιας ώρας διαδρομή αντικρίσαμε την Αγία Σοφία».
Καθώς κατέβαιναν τα πλήθη των εξόριστων κι όλος ο ρημαγμένος πληθυσμός προς τα λιμάνια, οι αντάρτες μεναν τώρα μόνοι στα βουνά τους. Να παραδοθούν στις τούρκικες αρχές ούτε το βάζαν στο μυαλό τους γιατί δεν ταίριαζε στην περηφάνεια τους κι άλλωστε, ξέροντας καλά τους Τούρκους, δεν είχαν σιγουριά ότι θα σεβαστούν τους όρους της ανακωχής και αμνηστείας, που απαιτούσαν πριν απ’ όλα την παράδοση των όπλων. Παρ’ όλα αυτά μερικές ομάδες, έχοντας φτάσει σ’ αδιέξοδο, τ’ αποφάσιζαν και παράδιναν λιγοστά παλιά τους όπλα, για να δουν πώς θα τους φερθούν οι Τούρκοι, κι εκείνοι δείχναν ευχαριστημένοι κάνοντας πώς πίστευαν ότι… αφόπλισαν επί τέλους, τους σκληροτράχηλους γκιαούρηδες κι έτσι ικανοποιούσαν το φιλότιμό τους.
Οι πιο πολλοί, όμως, και προ πάντων οι φημισμένοι οπλαρχηγοί με τις ομάδες τους, δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο ν’ αποχωριστούν τον οπλισμό τους και προσπαθούσαν να ξεγλιστράμε στα κρυφά και νάρχονται σ’ επαφή με Τούρκους ναυτικούς, πληρώνοντας αδρά, για να εξασφαλίσουν βενζίνες για το φευγιό προς τη Ρωσία ή την Ρουμανία, επειδή το πέρασμα από την Πόλη για την Ελλάδα ήταν επικίνδυνο. Μήνες κρατούσε αυτή η προετοιμασία γιατί ούτε η ανεύρεση των κατάλληλων προσώπων ήταν εύκολη, ούτε η πίστη στους μεσάζοντες μεγάλη, κι έτσι με πολλές περιπέτειες άλλοι κατάφερναν να φτάνουν μέχρι την Κιλικία και φεύγαν από κει, κι άλλοι φτάναν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, όπου και συμφωνούσαν με τους Τούρκους για τα παραπέρα.
Με τον τρόπο αυτόν φεύγαν οι περισσότερες ανταρτικές ομάδες, ύστερα από τόσων χρόνων παραμονή τους στα βουνά. Αλλά και την τελευταία τούτην ώρα δεν έλειπαν τα δραματικά απρόοπτα, γιατί αν οι στρατιωτικές αρχές κρατούσαν τα προσχήματα και δεν πείραζαν τους αντάρτες που τηρούσαν, έστω και τυπικά, τους όρους της αμνηστίας, υπήρχαν όμως, πάντα οι φανατισμένοι τσέτες, που έχοντας μίσος για τα όσα είχαν πάθει, καιροφυλακτούσαν.
Έτσι κακή τύχη περίμενε τον οπλαρχηγό Αναστάση Παπαδόπουλο – τον ξακουστό Κοτσά Αναστας – που αψηφώντας τον κίνδυνο άφησε τ’ απρόσιτα λημέρια του και κατέβηκε προς τις σφηκοφωλιές των τσετέδων. Το τραγικό περιστατικό, που μας το ιστορεί ο Παύλος Τσαουσίδης, έγινε έτσι: Τις μέρες εκείνες κυκλοφόρησε μια φήμη ότι όσοι Έλληνες θέλαν, μπορούσαν να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Αναστάσης Παπαδόπουλος, ενώ σ’ όλες τις άλλες περιστάσεις φάνηκε τόσο μυαλωμένος και φυλαγόταν, πίστεψε το ψέμα, και παίρνοντας μαζί του καμιά εικοσαριά παλληκάρια, κατέβηκε στο τούρκικο χωριό Ερζενί, με τον σκοπό να φροντίσει για την πούληση των χωραφιών του, που βρισκόντουσαν κοντα. Στο χωριό εκείνο είχε έναν φίλο Ταούτ αγά, που τον βοήθησε πολύ όταν ήταν στο βουνό, και τώρα δέχτηκε με υποκριτικές χαρές και καλοσύνες τον οπλαρχηγό, πρόθυμος να τον φιλοξενήσει στο σπιτικό του. Φιλοξενήθηκαν όλοι στου Ταούτ αγά, που όμως την δεύτερη μέρα κιόλας έφυγε, τάχα για να βρει αγοραστή των χωραφιών. Στο μεταξύ, ολούθε στα τριγύρω μαθεύτηκε ότι ο Κοτσά Αναστας βρίσκεται στο σπίτι εκείνο, κι έγινε σωστός συναγερμός των τσετέδων, που κατάστρωσαν μυστικά το σχέδιο της εξόντωσής του. Ο οπλαρχηγός ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο, αλλά δεν έδωσε σημασία, μη πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι που τρέμαν στο άκουσμα του ονόματός του, θ’ αποτολμούσαν τίποτα σε βάρος του. Όμως ο κίνδυνος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φανταζόντουσαν κι εκείνοι ακόμα που είχαν την ανησυχία. Πλήθος από τσέτες πιάσαν μια νύχτα όλα τα γύρω σπίτια κι άλλοι οχυρώθηκαν έξω απ’ το χωριό, γύρω γύρω, για να μην αφήσουν να περάσουν αντάρτες, που θα έτρεχαν τυχόν σε βοήθεια του αρχηγού τους.
Ήταν η πέμπτη ημέρα που πέρασε στο σπίτι του Ταούτ αγά. Χαράματα είχε ξυπνήσει ο αρχηγός και μπήκε στην μεγάλη σάλα του σπιτιού, που ήταν από τρεις πλευρές ορθάνοιχτη κι εκτεθειμένη. Καθώς αφύλαχτος και άοπλος προχωρούσε μέσα εκεί, αντήχησαν ξαφνικά απ’ όλες τις μεριές οι τουφεκιές. Τινάχτηκαν τα παλληκάρια, άρπαξαν τα όπλα τους και τρέξαν, αλλά ο καπετάνιος τους κοίτονταν νεκρός, πνιγμένος στο αίμα. Αμέσως ταμπουρώθηκαν εκείνοι για να φυλαχτούν απ’ τα πυρά κι άρχισαν ν’ αμύνονται όπως μπορούσαν.
Το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του οπλαρχηγού βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας, κι από κει, ακούοντας τις τουφεκιές οι άλλοι άντρες, κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει κι έτρεξαν αμέσως για ενίσχυση. Ανάμεσά τους ήταν κι ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Γιώργος Παπαδόπουλος κι όταν ζύγωσαν όλοι μαζί στο σπίτι, πήραν αμέσως θέσεις και δυνάμωσε η μάχη. Αλλά ο αδελφός του αρχηγού ήταν ανάστατος και μη ακούοντας τη φωνή του Αναστάση, ούρλιαξε:
– “Αδέλφια, αν ζούσε ο αδελφός μου θα χαλούσε τον κόσμο τώρα, με τη βροντερή φωνή του. Σίγουρα μας τον φάγαν τα σκυλιά! Απάνω τους για να εκδικηθούμε τους άτιμους τους δολοφόνους!”
Κι όρμησε με μερικούς άλλους προς το σπίτι, αλλά σε λίγο έπεσε νεκρός. Σκύλιασαν οι αντάρτες, αλλά οι τσέτες ήσαν τόσοι πολλοί ώστε κάθε ελπίδα να τους διώξουν στάθηκε μάταιη. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι αμυνόμενοι μέσα στο σπίτι να σπάσουν τον κλοιό και να βγουν, αφήνοντας όμως εκτός από τον καπετάνιο κι άλλους τρεις νεκρούς, κι έχοντας μαζί τους τρεις λαβωμένους. Έτσι γλύτωσαν οι ρέστοι, αλλά ο άδικος χαμός του αρχηγού και του αδελφού του σε μια και μόνη μέρα – εκτός απ’ τον σκοτωμό των τριών – ορφάνεψε την οικογένειά του και γέμισε με βαρύ πένθος όλους τους αντάρτες.
Έγινε σκέψη για άμεσα αντίποινα, αλλά εγκαταλείφθηκε, γιατί όλος ο ελληνικός πληθυσμός βρισκότανε στους δρόμους για τα λιμάνια, και φυσικά θα ξαναπλήρωνε για μια ακόμα φορά την μανία των τσετέδων. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, οι Τούρκοι πήραν θριαμβευτικά το πτώμα του μισητού Κοτσά Αναστάς, το μετέφεραν στην Τοκάτη και το κρέμασαν σ’ ένα τηλεγραφόξυλο για να το βλέπουν οι ομόφυλοί τους και να χαίρονται. Ύστερα απ’ αυτό το θλιβερό τέλος του παλληκαριού, που επί τόσα χρόνια τρομοκρατούσε τους Τούρκους και αντιστάθηκε γενναία στις πιο μεγάλες επιθέσεις του στρατού, ο Παύλος Τσαουσίδης με τ’ άλλα παλληκάρια και τους καπεταναίους, δεν είχαν να κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να εξασφαλίσουν, όπως κι όλοι οι άλλοι, την φυγή τους. Μετα πολυήμερες περιπέτειες και πορείες ανάμεσα στ’ άγρια βουνά κατάφεραν να φτάσουν στα παράλια, κι έχοντες έλθει σε συνεννόηση με Αρμένηδες κι Έλληνες αντάρτες της Ούνγιας, επιβιβάστηκαν νύχτα, κρυφά σε 5 βενζίνες – διακόσιοι άνδρες με όλο τον οπλισμό τους – κατά τα τέλη του Νοέμβρη του 1923.
Οι καλοπληρωμένοι Τούρκοι καπεταναίοι τους οδήγησαν στα παράλια της Ρωσίας, όπου κι αποβιβάσθηκαν, αφήνοντας μερικά απ’ τα όπλα τους χάρισμα στον Τούρκο ρεΐζη. Όσα κράτησαν τα παράχωσαν κι αυτά μέσα στα χωράφια και σε θάμνους κι ύστερα παρουσιάσθηκαν στις ρούσικες Αρχές. Το ίδιο περιπετειώδης στάθηκε και η προσπάθεια διαφυγής των ανταρτών της Σάντας. Εκεί, βέβαια, τα ρώσικα σύνορα ήσαν κοντά αλλά οι κίνδυνοι επίσης μεγάλοι και δυο – τρεις απόπειρες που έγιναν κατά καιρούς, από μικρές ομάδες ανταρτών, απέτυχαν, κάθε φορά με θύματα. Τις ίδιες μέρες που φεύγαν οι αντάρτες του δυτικού Πόντου, οι Σανταίοι εξακολουθούσαν τις μάχες, μπαρκάρισε όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών, κι ακόμα οι οπλαρχηγοί της Σάντας έμεναν στα βουνά τους. Μπήκε ο Φλεβάρης του 1924 και τότε μόνο βρίσκομε τον καπεταν Ευκλείδη Κουρτίδη και τους άλλους 7 οπλαρχηγούς της Σάντας, κρυμμένους σ’ ένα σπίτι της Τραπεζούντας, όπου κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν και να κρυφτούν. Προδόθηκαν όμως, πιάστηκαν απ’ την Αστυνομία και μετά πολλά τους άφησαν να φύγουν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων. Ακολούθησαν πολλές περιπέτειες ακόμα εκείνων που κατέφυγαν στην Ρωσία για να φτάσουν στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκαν στα σύνορα παντοτεινοί Ακρίτες του Ελληνισμού. Ο Ευκλείδης Κουρτίδης, πέθανε στα 1937, πέφτοντας μια νύχτα μεθυσμένος από ένα κάρο και τον τραγούδησε η Ποντιακή Μούσα:
Και – τι τραγική ειρωνεία της μοίρας των Ελλήνων – ο αδελφός του, οπλαρχηγός επίσης, Κώστας Κουρτίδης και ο γιος του Ευκλείδη, Στάθης, βρήκαν το θάνατο από Έλληνες, πολεμώντας κατά των «Ελασιτών» στα 1948. Άλλοι σκοτώθηκαν, πολεμώντας τους Βουλγάρους. Λιγοστοί απ’ τους παλιούς πολεμιστές του Πόντου ζουν ακόμα στα παραμεθόρια χωριά μας της Μακεδονίας και της Θράκης, δουλεύοντας την γη που στάθηκε όνειρο και καημός για τόσες γενιές προγόνων. Κι ανιστορούν σαν παραμύθι το μαρτύριο και την δόξα εκείνων των καιρών…»
Γη του Πόντου – Δημήτρης Ψαθάς
Το Ταζλού είναι ένα δυσπρόσιτο βουνό, όπου για να το προσεγγίσεις πρέπει να περάσεις μέσα από φαράγγια και από απότομα μονοπάτια. Εκεί γράφτηκαν ηρωικές σελίδες του ποντιακού αντάρτικου με οπλαρχηγούς τούς Καράφιλο, Μιχαήλ Αγά και Παύλο Τσαουσίδη. Οι τουρκικές δυνάμεις αποδεκατίστηκαν ενώ ο Καράφιλος σκότωσε τον διοικητή τους Τζεμάλ Τζεβήτ έξω από τη σκηνή του. Ο καπετάνιος Κοτσαγκιόζ, ντύθηκε με τη στολή του στρατηγού και παραπλανώντας τούς Τούρκους στρατιώτες τούς οδήγησε σε λανθασμένες κινήσεις με αποτέλεσμα να υποστούν νέα πανωλεθρία και να αρχίσουν να παραδίδονται κλαίγοντας ότι δεν είναι Τούρκοι, αλλά Κούρδοι ή Αλεβήτες τούς οποίους είχαν φέρει με τό ζόρι να πολεμήσουν. Τούς περισσότερους αιχμαλώτους τούς εκτέλεσαν με μαχαίρια, ενώ ελάχιστους τούς άφησαν ελεύθερους. Τη νίκη την γιόρτασαν οι αντάρτες στην καλύβα του αρχηγού τους Κοτζανάστας, σφάζοντας αγελάδες, ενώ οι Τούρκοι δεν ξαναπάτησαν στην κορυφή του Ταζλού.
Ο οπλαρχηγός Σάββας Ασλανίδης από το χωριό Κιζολτιρέν της περιφέρειας Έρπαγας στο τέλος της αφήγησης του για τον αντάρτικο αγώνα, λέγει τα παρακάτω: «Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν. Ναι, εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχουμεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά των Τούρκων. Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη».
Ούτε κάν το όνομά μου (Not Even My Name)
Η Thea Halo είναι Αμερικανίδα υπήκοος, Ποντιακής καταγωγής από μητέρα -Ασσυριακής καταγωγής από πατέρα και συγγραφέας του βιβλίου “Ούτε κάν τό όνομά μου” (Not even my name), όπου αφηγείται την αλησμόνητη ιστορία της μητέρας της Θυμίας – Σάνο.
Στην ηλικία των δέκα μόλις ετών, η Σάνο έζησε την πορεία θανάτου και ήταν η μόνη από την οικογένειά της που επιβίωσε. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας μαζί με την ογδοντάχρονη μητέρα της φτάνουν από την Αμερική στην Αμάσεια σε μια αναζήτηση του χωριού της Σάνο, Αϊοντόν (Άγιος Αντώνιος) νοτίως της κωμόπολης Φάτσα, στον Πόντο.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Θυμία – Σάνο αφηγείται στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Περιγράφει την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της στα βουνά του Πόντου και τις συνήθειες και τα έθιμα των Ποντίων. Η φοβερή συνειδητοποίηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά έφτασε στο χωριό Αϊοντόν όταν άγνωστοι μετανάστες άρχισαν να περιφέρονται στα χωράφια και τα δάση της περιοχής. Παραμόνευαν από μακριά σαν τις ύαινες, την ώρα πού Τούρκοι στρατιώτες οδηγούσαν τούς άντρες του χωριού στα Αμελέ Ταμπουρού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο πατέρας της Σάνο, που κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει. Ο παππούς όμως δεν είχε την ίδια τύχη καθώς δεν γύρισε ποτέ από τα τάγματα εργασίας. Και το μέρος αυτό κλείνει με την εντολή μέσα σε τρεις μέρες όλες οι οικογένειες να εγκαταλείψουν τη γη τους και να φύγουν.
Το τρίτο μέρος περιγράφει τον ξεριζωμό. Η Θυμία – Σάνο περπατούσε ολόκληρα μερόνυχτα με την οικογένειά της, μέσα από τα αφιλόξενα οροπέδια της Μικράς Ασίας και κάτω από τα κτυπήματα των μαστιγίων.
«Δεν θυμάμαι άλλη φορά πού η μητέρα να έδειξε τέτοια απεγνωσμένη επιθυμία για κάτι. Ξέφυγε από την πορεία για να τρέξει παραπατώντας μέχρι τη βρύση. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν και την παρακολουθούσαν με αγωνία, έτοιμοι να τρέξουν και αυτοί. Ακριβώς πριν φτάσει στη βρύση ένας έφιππος Τούρκος στρατιώτης την πλησίασε και άρχισε να ξεστομίζει βρισιές. Σήκωσε το μαστίγιο του και της έδωσε μία, όπως θα χτυπούσε ένα γαϊδούρι. Έπεσε στα γόνατα. Ο πατέρας πέταξε ότι κρατούσε και έτρεξε κοντά της.
– Νερό σε παρακαλώ.