Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση
………………..
Αγαμέμνων
Γρήγορα που σκοτεινιάζει, φθινοπώριασε,
Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο, χώρια εσέ.
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
Προδομένος απομένει ποιος; ο φίλος σου.
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου
που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.
Άσ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να φυσά
κάποιος θα `ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα.
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις ποιος ο νικητής;
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου
που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου.
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου
………………………………..
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το `ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ’ αγαπώ.
Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόμερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ’ αφήσω δεν μπορώ.
Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
……………………..
Ανάθεμα την ώρα
Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και λέει το σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος
………………………………….
Μερικά από τα μελοποιημένα του έργα:
-
Ένα το χελιδόνη- Ελύτης.mp3
-
Της δικαιοσύνης ήλιες νοητέ- Ελύτης.mp3
-
Του μικρού Βοριά- Ελύτης.mp3
-
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος- Ελύτης.mp3
-
Της αγάπης αίματα- Ελύτης.mp3
-
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι- Ελύτης.mp3
-
http://www.elytis.edicypages.com/
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε σαν σήμερα (2 Νοεμβρίου του 1911), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό του. Σημαντικότερες το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979 και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1960.
Έγινε γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Το Μονόγραμμα,Ο μικρός ναυτίλος, Τα Ρω του Έρωτα και Προσανατολισμοί.
Επιπλέον πολύ γνωστά είναι και τα αποφθέγματά του. Διαβάστε 20 από τα πιο γνωστά:
Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη.
Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.
Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει
Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.
Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα
Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.
Όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη.
Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική, μας οδηγούν στη βαθύτερη γνώση του κόσμου.
Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει
Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ‘χει από μιας αρχής δοθεί;
Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.
Read more: http://www.newsbomb.gr/
1. |
Άσημον |
(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991) |
|
2. |
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας | |
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002) |
|
3. |
Γυμνός, Iούλιο Μήνα |
(από το O μικρός ναυτίλος, Ίκαρος 1985) |
|
4. |
Δώρο Ασημένιο Ποίημα |
(από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971) |
|
5. |
Εκείνο που δε γίνεται |
(από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971) |
|
6. |
Έχει και η Ψυχή τον δικό της Κονιορτό |
(από το O μικρός ναυτίλος, Ίκαρος 1985) |
|
7. |
Η Πορτοκαλένια | |
(από το Ήλιος ο Πρώτος, Ίκαρος 1963) |
|
8. |
Η Τοιχογραφία |
(από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971) |
|
9. |
Κυριακή, 19 |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
10. |
Λακωνικόν | |
(από το Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος 1960) |
|
11. |
Μονόγραμμα III | |
(από Tο μονόγραμμα, Ίκαρος 1972) |
|
12. |
Ο Φυλλομάντης |
(από τα Eτεροθαλή, Ίκαρος 1974) |
|
13. |
Πέμπτη, 7M |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
14. |
Πέμπτη, 9 |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
15. |
Ρήμα το Σκοτεινόν |
(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991) |
|
16. |
Σάββατο, 4 |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
17. |
Τετάρτη, 1 |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
18. |
Τετάρτη, 29 |
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984) |
|
19. |
Το Άξιον Εστί. ι΄ [Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν] | |
(από Tο Άξιον Eστί, Ίκαρος 1959) |
http://www.snhell.gr/
Ελύτης Οδυσσέας: Ήλιος, Πέτρες & Θάλασσα Με …Λέξεις
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις 2 Νοέμβρη 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Το “Ελύτης” είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Τελευταίος από 6 παιδιά του Παναγιώτη και της Μαρίας (Βρανά). Κατάγεται κι από τους δυο γονείς του από τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε κι η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η οικογένειά του αντιμετώπισε ορισμένες επιθέσεις για τη προσήλωσή της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία και Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στη Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ’ Γυμνάσιο. Από το περιοδικό Η Διάπλασις Των Παίδων, όπως ο ίδιος ομολογεί (αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας, 1974) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Πιότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη κι αδιάφορη, του μιλά η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές κι αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να ‘χουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογλου, Κ. Πασαγιάννη, Στ. Γρανίτσα, μάλιστα κι ένα 3τομο «Οδηγό Της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Η ποίηση αρχίζει να τον ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το έργο των Καβάφη και Κάλβου κι ανανεώνει τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927) πρωτοδιάβασε ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και του Perre Jean Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία. Στρέφεται στον υπερρεαλισμό, στην αστραφτερή μαγεία της νεόκοπης, ζωντανής και παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις δημιουργικά, για να δώσει νέα γλωσσική αντίληψη, ένα κόσμο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και τη πραγματικότητα, την αλήθεια και τη φαντασία.
‘Αρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στη τέχνη. Το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρα Εμμανουήλ τον «Παράφωνο Αυλό», του Θεοδώρου Ντόρου «Στου Γλυτωμού Το Χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη «Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933).
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας Του Πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι. Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Γ. Σαραντάρη, τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ’ αυτήν στον πόλεμο του ’40. Ο Σαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, ‘Αγγ. Τερζάκης, Κ. Πολίτης, ‘Αγγ. Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Αναγνωρίζει πως το 1935 στάθηκεν ιδιαίτερη χρονιά στη πνευματική πορεία του. Το Γενάρη κυκλοφόρησαν τα Νέα Γράμματα. Το Φλεβάρη γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον ονομάζει: «…ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα» (Ανοιχτά Χαρτιά). Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα: «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και τη πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Μια φιλία με μεγάλη αντοχή και διάρκεια, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια, έδεσε τους δυο άντρες. Ο Εμπειρίκος είχε ήδη βρει το δρόμο του και τον ακολουθούσε ανυποχώρητα.
Τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς, εκτός από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου «Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε ν’ ανοίγεται μπροστά του διάπλατη πόρτα σε νέα ποιητική πραγματικότητα, που μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, που με συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη & Τάκη Ελευθεριάδη ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Το Νοέμβρη στο 11ο τεύχος των Νέων Γραμμάτων δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματά του, έτσι πρωτοεμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα Νέα Γράμματα και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που: «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας» (Paul Eluard, Νέα Γράμματα).
Τότε, οργανώθηκε κι η Α’ Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών, όπου παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με τη τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν, αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας οριστικά τις νομικές σπουδές, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά σκορπίζεται, κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938 στη Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί με το Γκάτσο και τον Σεφέρη που βρίσκονται στη Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνει τη πρώτη του ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα, έφερε τη ποίησή μας σε μονοπάτι ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη μεριά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος για τη πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουνε φέρει σ’ επαφή το ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις κι η κριτική αρχίζει ν’ αποδέχεται τη νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου, ανθυπολοχαγός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στην Αλβανία. Κινδυνεύει να πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κύκλου Παλαμά. Εκεί την άνοιξη του 1942, ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία κι η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου». Στην Αθήνα εξακολουθούνε πάντα λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζουν εκδόσεις βιβλίων σε απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε “Ο Ήλιος ο Πρώτος” μαζί με τις “Παραλλαγές Πάνω Σε Μιαν Αχτίδα», ένας ύμνος στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που ξανακυκλοφόρησαν το 1944, δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα Κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Λόρκα και παρουσιάζοντας σε 1η δημοσίευση το ποιητικό του έργο «‘Ασμα Ηρωικό & Πένθιμο Για Τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας». Ο πόλεμος του ’40 του ‘δωσε την έμπνευση και γι’ άλλα έργα, την «Καλωσύνη Στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για λίγο Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, την Ελευθερία και τη Καθημερινή, που κράτησε ως το 1948 στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, που παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας εντυπώσεις από τη παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια:
«Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres». (Ανοιχτά Χαρτιά).
Γνωρίζεται με με τους A. Breton, P. Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P. J. Jouve, G. Unga-retti, R. Char. Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, Shagal, Giacometti, Cirico & Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θ’ αφιερώσει στη τέχνη του το ποίημα «Ωδή Στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει, τέλη του 1951, ταξιδεύει σε Ισπανία κι Ιταλία, ενώ στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη 50–Μάη 51) συνεργάζεται με το Β.Β.C. κι αρχίζει τη σύνθεση του «‘Αξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην ίδρυση της Association Internationale des Critiques D’ Art, ενώ το 1952 γίνεται μέλος της Ομάδας Των Δώδεκα, που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού Βενετίας, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο Θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «‘Αξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη & Μία Τύψεις Για Τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις ΗΠΑ. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ το 1965 μεταβαίνει στη Βουλγαρία, με πρόσκληση της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων. Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικα, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει σε Γαλλία (1966) κι Αίγυπτο (1967) κι ασχολείται με ζωγραφική και μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρνά στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στη Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πέθανε στην Αθήνα, τον Μάρτη του 1996, σ’ ηλικία 85 ετών.
Στο Στέκι φιλοξενούνται πλέον και τα Κολλάζ του. Π. Χ.
—————————————————————————————
Του Αιγαίου
Ο έρωτας το αρχιπέλαγος
κι η πρώρα των αφρών του,
και οι γλάροι των ονείρων του.
Στο πιο ψηλό κατάρτι του
ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
το τραγούδι του
κι’ οι ορίζοντες του ταξιδιού του,
κι η ηχώ της νοσταλγίας του.
Στον πιο βρεμένο βράχο της
η αρραβωνιαστικιά προσμένει ένα καράβι.
Ο έρωτας
το καράβι του
κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του,
κι’ ο φλόκος της ελπίδας του.
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του
ένα νησί λικνίζει τον ερχομό.
Η Τρελή Ροδιά
Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους – πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ’ τη ζήλεια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμένη και ποτέ γκρινιάρα – πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ’ αμύριστες ακρογιαλιές – πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
τη πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια -πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Επτά Νυχτερινά Επτάστιχα
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή.
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά-σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
Επίγραμμα
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ’ τον Έρωτα, έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Η Μαρίνα Των Βράχων
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μέσ’ στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωΐδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ’ στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των υακίνθων -Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.
‘Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες κι αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
(από τους “Προσανατολισμούς“)
—————————————————————————————
…
VII
Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι
Στήσαν χορό τρελό τα μελισόπουλα
Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό
Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
Με χείλια μπρούτζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου
Εέ!εέ! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες
Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί
Στους λόφους των λιγνών δεντρών που ζεματάν’ τ’ αφτιά τους
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους.
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει
Απ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο
Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά
Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!
…
ΧΙ
ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μες στα σύννεφα
Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στη κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
‘Αγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Κάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόϊ του περιβολιού!
Όταν γυρίζει ο αλαδάνος τ’ αχτένιστο κεφάλι του
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!
Η Πορτοκαλένια
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ’ η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους!
…
(από τον “Ήλιο Τον Πρώτο“)
…………………………………………………………………………………
Λακωνικόν
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος.
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
(από τις “Έξη & Μία Τύψεις Για Τον Ουρανό“)
……………………………………………………………………………………………..
ΔΗΛΟΣ
Όπως βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ’ το νερό να φέρει σ’ επαφή το δέρμα του μ’ εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα)
Ολόϊσια μέσα στη καρδιά του ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε κι άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του εαυτός ψηλά πάνω απ’ τα κύματα
Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ’ τα ύφαλα
Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου
Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα
Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μιαν ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά
Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα
Έκανε πως δεν έβλεπε
Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης
και αναλήφτη.
ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
Έτσι για κάτι που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεχτικά πουλήθηκα
“Διέξ τό μύρτον” που θα ‘λεγε κι ο Αρχίλοχος
Μυστικά τα κλοπιμαία του χρόνου
Να περάσω πάσχισα
Στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακύρηχτο ακόμη καλοκαίρι
Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου
Εορτάζοντας μιας ναυμαχίας
Την επέτειο στον πρωραίο ιστό
Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό
Για να ‘ναι η στιγμή όπου ο Θεός μου απίστησε
Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή μεσοούρανα
Συρμένες έξω
Οι βάρκες των σπιτιών
Και πέρα να διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος.
ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα ‘θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα κι οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξασοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηρακλείτου.
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάϊ επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μες στον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.
(από το “Φωτόδεντρο & Η 14η Ομορφιά“)
……………………………………………………………………………………………
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά ‘ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
“Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!”
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πέλαγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
“Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!”
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές
με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!
…
(από τον “Ήλιο Τον Ηλιάτορα“)
……………………………………………………………………………………………
…
ΙV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμον αυτό, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
‘Ακου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Ειμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
…
(από το “Μονόγραμμα“)
…………………………………………………………………………………………..
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ
Του μικρού Βοριά παράγγειλα
να ‘ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
και στο παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα τη κοιτώ
που μόλις ανασαίνει
Με πιάνει το παράπονο
γιατί στον κόσμο αυτόνα
Τα καλοκαίρια τα ‘χασα
κι έφτασα στο χειμώνα
Σαν το καράβι που άνοιξε
τ’ άρμενα κι αλαργεύει
Θωρώ να χάνονται οι στεριές
κι ο κόσμος λιγοστεύει
Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές
γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος το ‘βρει δεν πεθαίνει
Κι όποιος το ‘βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε, μόνο λένε:
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να ‘χεις τύχη να ‘χεις τύχη
η χρονιά να σου πετύχει
Κι απ’ του ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει
Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Κάθε πρωΐ οπού ξυπνώ
τρέχω στη πόρτα και κοιτώ
Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα
Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα
Ταχυδρόμε ανάθεμά σε
μόνο μένα δε θυμάσαι
Πιάνει κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια
-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μη περιμένεις
Δε σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού
‘Αλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουν αυτουνού
Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού
Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
–Μωρέ του λέω που ‘ν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου;
–Αγόρι εγώ δεν έχω μ’ αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται
Θε μου συγχώρεσέ μου σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο
Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε
–Χάϊντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.
Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρόμο πλάϊ στη θάλασσα περπάτησα
που ‘κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
Βρήκα τα φρούτα που ‘χε το πανέρι της
το δαχτυλίδι που ‘πεσε απ’ το χέρι της
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της
Τη ζώνη της τη βρήκα σε μιαν άκρη
μια πέτρα διάφανη που ‘μοιαζε δάκρυ
Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
κι έλεγα που ‘ναι που ‘ν’ η ποδηλάτισσα
Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τα χνάρια της
στους ουρανούς ανάψαν τα φανάρια της.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που ‘ναι το μαύρο σπίτι τ’ ακατοίκητο
Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο
Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με τη νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα
Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ’ άλλους καιρούς μπορεί και ν’ αγαπήθηκα.
ΣΟΥ ΤΟ ‘ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το ‘πα για τα σύννεφα
σου το ‘πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το ‘πα για τα σύννεφα
Για σένα και για μένα
Σου το ‘πα με τα κύματα
σου το ‘πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψυθιριστά και φωναχτά
Σου το ‘πα με τα κύματα
Σου το ‘πα μες στη νύχτα
Σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
σου το ‘πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ’ άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
Με τ’ άστρα που κοιτούσες.
ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
Δυο ειν’ οι Παράδεισοι
που λέει κι η παράδοση
Ειν’ ένας μες στους ουρανούς
που μήτε τον χωρά ο νους
Κι όπου αδερφέ μου για να πας
θα ‘ν’ απο δίπλα του παπάς
Είν’ ένας άλλος εδωνά
κι ας μη τον βλέπεις πουθενά
Όρη θάλασσες και βράχοι
μοιάζει λίγος κι όλα τα ‘χει
Έχει βιόλες έχει κρίνα
Σεραφείμ με μαντολίνα
Έχει γλύκες έχει τρέλες
του διαόλου τις κόπελες
Μοιάζει λίγος κι όλα τα ‘χει
να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.
ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτώθηκα όπως πάντα
στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα εν’ αστέρι
το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του ‘πα “φύγε”
το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
οπού καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στη ποδιά της
το ‘βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ’ το πλάϊ
μες στη βραδιά του Μάη
Κι έξαφνα μες στον ουρανό
κάηκε σα βεγγαλικό.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στη τρικυμία
το ραντεβού μας ή ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δυο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δυο χέρι με χέρι.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
‘Αλλα ειν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ν’ αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ
Που μιλάς κι η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
προδομένος απομένει -ποιος; ο φίλος σου
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου ‘μελλε να το ‘βρεις από τη γυναίκα σου
Ασ’ τον άνεμο να λέει ασ’ τον να λυσσά
κάποιος θα ‘ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις -ποιος; ο νικητής
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετρά στα δάχτυλά της η γυναίκα σου.
(από τα “Ρω Του Έρωτα“)
…………………………………………………………………………………
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (απόσπασμα) Δ’
Ένα το χελιδόνι κι η ‘Ανοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκρούς χιλιάδες νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θέ μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από Μάγους το σώμα του Μαγιού
Το ‘χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ‘χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η ‘Αβυσσο.
Θέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές κι Εσύ
Θέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση!
Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή
Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη
Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.
Θέ μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες στις ακρογιαλιές
Θέ μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες!
……….
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει νά και στη θάλασσα μόνη της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη
μια μόνο πένθος άχ παντού και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα!
Μά ‘χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες άχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Το ‘Aξιον Εστί. I’
Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτια των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ‘χα * κι εγώ μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Tον Iούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Tα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου
Tην παρθένα ζωή μια * στιγμή να φωτίσουν
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Kι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Tων αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας
“O που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει και στην πέτρα”
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Tης πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Mες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως ξεπληρώνω
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Τη Γλώσσα Μου Έδωσαν Ελληνική
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα ,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστος Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!..
……………………………………………………………………………………………………….
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μες απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους “οικούντας εν τοίς κοίλοις”
Τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάναμε προσάναμμα
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου
“Ως έν τινι φρουρή εσμέν”
Μαργωμένους μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης άλλ’
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως “εις τόν έπειτα χρόνον”
Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
MOZART: ROMANCE
(από το κοντσέρτο για πιάνο αρ. 20 KV 466)
Όμορφη λυπητερή ζωή
Πιάνο μακρινό υποχθόνιο
Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο
Και τα χόρτα με κυριεύουν
Γάγγη κρυφέ της νύχτας που με παίρνεις;
Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες
Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν
Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει
Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα
Ούτε τ’ όνειρο ούτε δεν ήταν
Με το πλάϊ κοιμούμαι κοιμούμαι
Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.
(από τα “Ετεροθαλή“)
………………………………………………………………………………..
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
“Κρίμας το κορίτσι” λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ’ απαρατάν!
Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.
Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ’ τις δυο μεριές
το πρωΐ που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές
και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου.
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ’ τον γκρεμό.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα “ξόρκια” που λεν’ αμέσως τα ‘νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιες τρεις κατά συνέχεια
μετά- για τη ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμμιάν αντίσταση
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το ‘Απιαστο
και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος ‘Αμοιαστο.
Εφ’ ώ και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι
και θ’ αποδεσμεύσεις
τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.
Ότι όλα τα ρεύματα των θαλασσών
άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν
ν’ ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο.
Ότι και μες στο θάνατό σου πάλι θα ‘σαι
σαν το νερό στον ήλιο
που γίνεται ψυχρό από ένστικτο.
Ότι θα κατηχηθείς απ’ τα πουλιά
κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει
ελληνικά να μοιάζεις αήττητη.
Ότι μια σταλαματιά θ’ αποκορυφωθεί
ανεπαίσθητα στα τσίνορά σου
περ’ απ’ τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.
Ότι όλη του κόσμου η απονιά θα γίνει πέτρα
ηγεμονικά να καθίσεις
μ’ ένα πουλί πειθήνιο στην παλάμη σου.
Ότι μόνη σου τέλος θ’ αρμοστείς
αργά στο μεγαλείο
της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος.
(από τη “Μαρία Νεφέλη“)
………………………………………………………………………………………………….
Έλα τώρα χέρι μου δεξί
κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το
αλλ’ από πάνω βάλ’ του
Το ασήμωμα της Παναγίας
πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά
του βάλτου!
ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου ‘δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία
Μεθαύριο θα ‘ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ‘ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
…………
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ
Η Πρωτομαγιά
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να πάνε
στο χορό των μεταμφιεσμένων του ‘Αδη.
………….
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.
(από το “Χρονικόν Ενός Αθέατου Απριλίου“)
Leave a Reply